Saturday, December 15, 2007

Ακούτε θέατρο; “We’ll hear a play!” (II)


Ακούστε την τραγωδία «Μακμπέθ» σε ηχογράφηση του 1988, με τον Denis Quilley (1927-2003) και την Hannah Gordon (1941-) στους κεντρικούς ρόλους.

Διανομή
Macbeth, Thane of Glamis and Cawdor.....Denis Quilley
Lady Macbeth, his wife.............................Hannah Gordon
Macduff, Thane of Fife..............................John Rowe
Duncan, King of Scotland..........................Clifford Rose
Banquo, Thane of Lochaber......................Nigel Terry
Ross, nobleman of Scotland......................Sean Barrett
Malcolm, elder son of Duncan...................Stuart Organ
Donalbain, younger son of Duncan............Richard Hew
Lennox, nobleman of Scotland..................Geoffrey Collins
Menteith, nobleman of Scotland................James Bryce
Angus, nobleman of Scotland....................David Peart
Fleance, son of Banquo..............................Elizabeth Lindsay
Porter.......................................................John Hollis
Lady Macduff............................................Jane Knowles
First Witch................................................Carole Boyd
Second Witch............................................Susan Brown
Third Witch...............................................Pauline Siddle

1/4
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 35:10

2/4
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 34:14

3/4
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 31:56

4/4
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 28:48

Το πλήρες κείμενο της τραγωδίας εδώ: http://shakespeare.mit.edu/macbeth/full.html

Ο Filboid Studge θυμίζει στους πολυπληθείς θεατρόφιλους επισκέπτες ότι δεν πρέπει να αναφέρεται μεγαλοφώνως ούτε το όνομα του τραγικού ήρωα, ούτε ο τίτλος της τραγωδίας. Περισσότερες πληροφορίες εδώ: http://en.wikipedia.org/wiki/Macbeth#The_.22Scottish_Play.22
Για την πρόσθετη ασφάλειά σας παρακαλείσθε επίσης να αποφεύγετε την απαγγελία στίχων από το έργο. Από μέσα σας!

Saturday, December 08, 2007

Ακούτε θέατρο; "We'll hear a play!"


Ακούστε την «Τραγωδία του Βασιλιά Ληρ» σε ηχογράφηση του 1994, με τον John Gielgud (1904-2000), στον κεντρικό ρόλο.

John Gielgud and the Renaissance Theatre Company in “The Tragedy of King Lear”

Διανομή (με την σειρά που ακούγονται)
Kent.................................Keith Michell
Cloucester.......................Richard Briers
Edmond..........................Kenneth Branagh
Lear................................John Gielgud
Goneril........................... Judi Dench
Cordelia.......................... Emma Thompson
Regan............................. Eileen Atkins
Albany........................... John Shrapnel
Cornwall......................... Robert Stephens
Burgundy....................... Denis Quilley
France............................ Derek Jacobi
Edgar.............................. Iain Glen
Oswald............................ Bob Hoskins
Knight............................. Simon Russell Beale
Fool................................ Michael Williams
First Gentleman.............. Nickolas Grace
Curan.............................. Sam Dastor
Servant........................... Harry Towb
Old Man.......................... Maurice Denham
First Messenger.............. Bernard Cribbins
Second Gentleman.......... Matthew Morgan
Second Messenger.......... Nicholas Boulton
Captain........................... Sam Dastor
Herald............................ Peter Hall


1/6: Act I, Scene 1, 2
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 30:37

2/6: Act I, Scene 3, 4, 5, Act II, Scene 1, 2
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 36:18

3/6: Act II, Scene 2 (conclusion), Act III, Scene 1, 2
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 33:24

4/6: Act III, Scene 3, 4, 5, 6, 7, Act IV, Scene 1, 2
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 27:10

5/6: Act IV, Scene 3, 4, 5, 6
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 33:04

6/6: Act V, Scene 1, 2, 3
Get this widget | Track details | eSnips Social DNA
Διάρκεια: 26:29

Το πλήρες κείμενο της τραγωδίας εδώ: http://shakespeare.mit.edu/lear/full.html

Friday, December 07, 2007

Φυλάκιση 1 ή 2 ετών σε ανεγκέφαλους διαφημιστές!

Αν η πρόκληση ζημιών επί των πινακίδων οδοσήμανσης επιφέρει ποινή φυλάκισης ενός ή δύο ετών,






τότε η παραποίηση των ενημερωτικών πινακίδων του Μετρό για διαφημιστικούς λόγους, πέραν της απίστευτης σύγχυσης, ποία ποινή πρέπει να επιφέρει;





Φωτογραφία διαφήμισης κινητού τηλεφώνου της Sony Ericsson σε συρμό του Μετρό της γραμμής Αιγάλεω/Αεροδρόμιο (05/12/2007).
Σημειώνεται ότι η διαφήμιση έχει το σχήμα των πινακίδων των διαδρομών του Μετρό και ότι είναι ανηρτημένη ακριβώς δίπλα απ’ αυτές.

Ο Filboid Studge προτείνει την επέκταση της ποινής και στους υπεύθυνους του Μετρό που επέτρεψαν την ανάρτηση της σκοταδιστικής διαφήμισης.
Εσείς;

Tuesday, November 20, 2007

Ηχητικό Quiz #8: Για θεατρόφιλους!

Ακούστε τον Patrick Wymark στον εναρκτήριο μονόλογο μιας τραγωδίας του William Shakespeare. Ποίας;

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

Διάρκεια: 1:49

Tuesday, October 30, 2007

Ομως εμείς δεν είχαμε...

Ο Μάνος Κατράκης και η Ειρήνη Παππά διαβάζουν αποσπάσματα από «Το Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη.

Μάνος Κατράκης: Η Πορεία προς το Μέτωπο

Διάρκεια: 3:22

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
......
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
......
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα....
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε απ’ τ’ άλλο μέρος να’ ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Όι όι, μάνα μου», «όι όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ‘λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.


Μάνος Κατράκης: Η Μεγάλη Εξοδος

Διάρκεια: 2:14

Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να ‘ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.


Μάνος Κατράκης: Προφητικόν

Διάρκεια: 3:22

Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.
-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.
-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.
-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
......
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού, θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.
-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.
-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
......
-Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερεχθείο των Πουλιών.
......
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει
......
Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα ‘χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!

Πηγή: Μίκη Θεοδωράκη ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη (EMI 2MC)


Ειρήνη Παππά: Της Αγάπης Αίματα με Πορφύρωσαν

Διάρκεια: 1:13

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αίματα * με πορφύρωσαν
Και χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στη * νοτιά των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Στ’ ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε
Αμαρτία μου να ‘χα * κι εγώ μιαν αγάπη
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε * μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια * στιγμή να φωτίσουν
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Κι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου
Των αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας
«Ο που σ’ είδε, στο αίμα * να ζει και στην πέτρα»
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Της πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα * με φως ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Πηγή: Ανθολόγιο Νέου Ελληνισμού
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=267&author_id=9

Saturday, October 20, 2007

5 ποιήματα του Carl Sandburg (1878-1967)



Διαβάζει ο ίδιος σε ηχογραφήσεις του 1951-1952.
Πηγή: Caedmon Poetry, Carl Sandburg reads (2MC)

Ακούστε τον:

White Ash



There is a woman on Michigan Boulevard keeps a parrot and goldfish and two white mice.
She used to keep a houseful of girls in kimonos and three pushbuttons on the front door.
Now she is alone with a parrot and goldfish and two white mice … but these are some of her thoughts:
The love of a soldier on furlough or a sailor on shore leave burns with a bonfire red and saffron.
The love of an emigrant workman whose wife is a thousand miles away burns with a blue smoke.
The love of a young man whose sweetheart married an older man for money burns with a sputtering uncertain flame.
And there is a love … one in a thousand … burns clean and is gone leaving a white ash.…
And this is a thought she never explains to the parrot and goldfish and two white mice.


They All Want to Play Hamlet



They all want to play Hamlet.
They have not exactly seen their fathers killed
Nor their mothers in a frame-up to kill,
Nor an Ophelia dying with a dust gagging the heart,
Not exactly the spinning circles of singing golden spiders,
Not exactly this have they got at nor the meaning of flowers
--O flowers, flowers slung by a dancing girl—
in the saddest play the inkfish, Shakespeare ever wrote;
Yet they all want to play Hamlet because it is sad like all actors are sad and to stand by an open grave with a joker’s skull in the hand and then to say over slow and say over slow wise, keen, beautiful words masking a heart that’s breaking, breaking,
This is something that calls and calls to their blood.
They are acting when they talk about it and they know it is acting to be particular about it and yet: They all want to play Hamlet.


Cahoots



Play it across the table.
What if we steal this city blind?
If they want anything let ‘em nail it down.

Harness bulls, dicks, front office men,
And the high goats up on the bench,
Ain’t they all in cahoots?
Ain’t it fifty-fifty all down the line,
Petemen, dips, boosters, stick-ups and guns—what’s to hinder?

Go fifty-fifty.

If they nail you call in a mouthpiece.
Fix it, you gazump, you slant-head, fix it.
Feed ‘em …

Nothin’ ever sticks to my fingers, nah, nah, nothin’ like that,
But there ain’t no law we got to wear mittens—huh—is there?
Mittens, that’s a good one—mittens!

There oughta be a law everybody wear mittens.


Mag



I wish to God I never saw you, Mag.
I wish you never quit your job and came along with me.
I wish we never bought a license and a white dress
For you to get married in the day we ran off to a minister
And told him we would love each other and take care of each other
Always and always long as the sun and the rain lasts anywhere.
Yes, I’m wishing now you lived somewhere away from here
And I was a bum on the bumpers a thousand miles away dead broke.
I wish the kids had never come
And rent and coal and clothes to pay for
And a grocery man calling for cash,
Every day cash for beans and prunes.
I wish to God I never saw you, Mag.
I wish to God the kids had ...


Fog



The fog comes
on little cat feet.

It sits looking
over harbor and city
on silent haunches
and then moves on.


Ομίχλη

Η ομίχλη έρχεται
γατοπατώντας.

Σαν σφίγγα κάθεται,
προσέχει το λιμάνι και την πόλη
και φεύγει πάλι.

FS/ATH IX/1996

Friday, October 19, 2007

Ακούτε Θέατρο; «Η Κυρία που δεν πενθεί»

Ακούστε το σατιρικό μονόπρακτο του Κώστα Μουρσελά, σε ηχογράφηση του 1977.
Παίζουν: Ελλη Φωτίου, Στέφανος Ληναίος, Αντώνης Αντωνίου.


Διάρκεια: 46:02

Πηγή: Περιοδικό Ραδιοτηλεόραση, Τεύχος ??/??/2007, ένθετο CD «Η Κυρία που δεν πενθεί», 1977.

Wednesday, October 10, 2007

Συμβουλές περιποίησης προσώπου

Now get you to my lady's chamber, and tell her, let
her paint an inch thick, to this favour she must
come; make her laugh at that.

[Hamlet, Act V, Scene I]


Ο Laurence Olivier (Αμλετ) και ο Stanley Holloway (Νεκροθάφτης), στην κινηματογραφική μεταφορά του Αμλετ (1948), σε σκηνοθεσία Laurence Olivier.




Ο Mel Gibson (Αμλετ) και ο Trevor Peacock (Νεκροθάφτης), στην κινηματογραφική μεταφορά του Αμλετ (1990), σε σκηνοθεσία Franco Zeffirelli.



Hamlet, Act V, Scene I

GRAVEDIGGER
In youth, when I did love, did love,
Methought it was very sweet,
To contract, O, the time, for, ah, my behove,
O, methought, there was nothing meet.
But age, with his stealing steps,
Hath claw'd me in his clutch,
HAMLET
Whose grave's this, sirrah?
GRAVEDIGGER
Mine, sir.
HAMLET
I think it be thine, indeed; for thou liest in't.
GRAVEDIGGER
You lie out on't, sir, and therefore it is not
yours: for my part, I do not lie in't, and yet it is mine.
HAMLET
'Thou dost lie in't, to be in't and say it is thine:
'tis for the dead, not for the quick; therefore thou liest.
GRAVEDIGGER
'Tis a quick lie, sir; 'twill away gain, from me to
you.
HAMLET
What man dost thou dig it for?
GRAVEDIGGER
For no man, sir.
HAMLET
What woman, then?
GRAVEDIGGER
For none, neither.
HAMLET
Who is to be buried in't?
GRAVEDIGGER
One that was a woman, sir; but, rest her soul, she's dead.
HAMLET
How absolute the knave is! we must speak by the
card, or equivocation will undo us.
How long hast thou been a
grave-maker?
GRAVEDIGGER
Of all the days i' the year, I came to't that day
that our last king Hamlet overcame Fortinbras.
HAMLET
How long is that since?
GRAVEDIGGER
Cannot you tell that? every fool can tell that: it
was the very day that young Hamlet was born; he that
is mad, and sent into England.
HAMLET
Ay, marry, why was he sent into England?
GRAVEDIGGER
Why, because he was mad: he shall recover his wits
there; or, if he do not, it's no great matter there.
HAMLET
Why?
GRAVEDIGGER
'Twill, a not be seen in him there; there the men
are as mad as he.
HAMLET
How came he mad?
GRAVEDIGGER
Very strangely, they say.
HAMLET
How strangely?
GRAVEDIGGER
Faith, e'en by losing his wits.
HAMLET
Upon what ground?
GRAVEDIGGER
Why, here in Denmark.
HAMLET
How long will a man lie i' the earth ere he rot?
GRAVEDIGGER
I' faith, if he be not rotten before he die
he will last you some eight year
or nine year: a tanner will last you nine year.
HAMLET
Why he more than another?
GRAVEDIGGER
Why, sir, his hide is so tanned with his trade, that
he will keep out water a great while; and your water
is a sore decayer of your whoreson dead body.
Here's a skull now; this skull has lain in the earth
three and twenty years.
HAMLET
Whose was it?
GRAVEDIGGER
A whoreson mad fellow's it was: whose do you think it was?
HAMLET
Nay, I know not.
GRAVEDIGGER
A pestilence on him for a mad rogue! a' poured a
flagon of Rhenish on my head once. This same skull,
sir, was Yorick's skull, the king's jester.
HAMLET
This?
GRAVEDIGGER
E'en that.
HAMLET
Let me see.
Alas, poor Yorick! I knew him, Horatio: a fellow
of infinite jest, of most excellent fancy: he hath
borne me on his back a thousand times; and now, how
abhorred in my imagination it is! my gorge rises at
it. Here hung those lips that I have kissed I know
not how oft. Where be your gibes now? your
gambols? your songs? your flashes of merriment,
that were wont to set the table on a roar? Not one
now, to mock your own grinning? quite chap-fallen?
Now get you to my lady's chamber, and tell her, let
her paint an inch thick, to this favour she must
come; make her laugh at that.

Friday, September 28, 2007

Ακούτε Θέατρο; Ποία είναι η θεωρία του Πυθαγόρα σχετικά με τα άγρια πουλερικά;

...
ΜΑΛΒΟΛΙΟΣ
Πως η ψυχή της γιαγιάς μας μπορεί να κατοικεί μέσα σ’ ένα πουλί.
ΦΕΣΤΑΣ
Ποία είναι η γνώμη σου διά την θεωρίαν αυτήν;
ΜΑΛΒΟΛΙΟΣ
Δεν επιδοκιμάζω καθόλου την θεωρίαν.
ΦΕΣΤΑΣ
Τότε, χαίρετε. Δεν μπορώ να εγγυηθώ για το μυαλό σου, προτού παραδεχθείς την γνώμη του Πυθαγόρα, και να φοβάσαι να σκοτώσεις μια μπεκάτσα για να μην ξεσπιτώσεις την ψυχή της γιαγιάς σου. Γειά σου!
...

Ακούστε την Δωδέκατη Νύχτα του William Shakespeare σε ηχογράφηση του 1956.

Διανομή
Ορσίνος, Δούκας της Ιλλυρίας.........Βύρων Πάλλης
Κούριος, ακόλουθος του Δούκα........Φραγκούλης Φραγκούλης
Βαλεντίνος, ακόλουθος του Δούκα...Κυριάκος Σαράντης
Βιόλα/Καισάριος...............................Αντιγόνη Βαλάκου
Μαρία, υπηρέτρια της Ολίβιας...........Μαρία Αλκαίου
Κυρ-Τόμπης, θείος της Ολίβιας..........Παντελής Ζερβός
Κυρ-Αντρέας, φίλος του κυρ-Τόμπη..Μιχάλης Καλογιάννης
Φέστας, υπηρέτης της Ολίβιας...........Γιώργος Γληνός
Ολίβια, μια πλούσια κοντέσσα...........Ελένη Χατζηαργύρη
Σεβαστιανός, αδελφός της Βιόλας.....Νίκος Φιλιππόπουλος
Αντώνης, καπετάνιος, φίλος του Σεβαστιανού..Τίτος Βανδής
Φάβας, υπηρέτης της Ολίβιας.............Δημήτρης Χατζημάρκος
Παπάς.................................................Γιώργος Πλούτης
Μαλβόλιος, επιστάτης της Ολίβιας.....Θεόδωρος Αρώνης

Μετάφραση.........................................Βασίλης Ρώτας
Σκηνοθεσία..........................................Μήτσος Λυγίζος

1/3

Διάρκεια: 20:07

2/3

Διάρκεια: 20:06

3/3

Διάρκεια: 20:23

Πηγή: Περιοδικό Ραδιοτηλεόραση, Τεύχος 15/09/2007, CD «Το Θέατρο της Κυριακής: Δωδέκατη Νύχτα», 1956.

Σημείωση:
Ο Filboid Studge ξεχωρίζει τον απολαυστικό Παντελή Ζερβό στον ρόλο του Κυρ-Τόμπη.
Εσείς;

Wednesday, September 12, 2007

My soul has grown deep like the rivers

Ο Langston Hughes (1902-1967) διαβάζει 3 ποιήματά του.



Ακούστε τον:

The Negro Speaks of Rivers



I’ve known rivers:
I’ve known rivers ancient as the world and older than the
flow of human blood in human veins.

My soul has grown deep like the rivers.

I bathed in the Euphrates when dawns were young.
I built my hut near the Congo and it lulled me to sleep.
I looked upon the Nile and raised the pyramids above it.
I heard the singing of the Mississippi when Abe Lincoln
went down to New Orleans, and I’ve seen its muddy
bosom turn all golden in the sunset.

I’ve known rivers:
Ancient, dusky rivers.

My soul has grown deep like the rivers.


Trumpet Player



The Negro
With the trumpet at his lips
Has dark moons of weariness
Beneath his eyes
where the smoldering memory
of slave ships
Blazed to the crack of whips
about his thighs

The Negro
with the trumpet at his lips
has a head of vibrant hair
tamed down,
patent-leathered now
until it gleams
like jet—
were jet a crown
the music
from the trumpet at his lips
is honey
mixed with liquid fire
the rhythm
from the trumpet at his lips
is ecstasy
distilled from old desire—

Desire
that is longing for the moon
where the moonlight’s but a spotlight
in his eyes,
desire
that is longing for the sea
where the sea’s a bar-glass
sucker size

The Negro
with the trumpet at his lips
whose jacket
Has a fine one-button roll,
does not know
upon what riff the music slips

It’s hypodermic needle
to his soul
but softly
as the tune comes from his throat
trouble
mellows to a golden note


Merry-Go-Round



Where is the Jim Crow section
On this merry-go-round,
Mister, cause I want to ride?
Down South where I come from
White and colored
Can’t sit side by side.
Down South on the train
There’s a Jim Crow car.
On the bus we’re put in the back—
But there ain’t no back
To a merry-go-round!
Where’s the horse
For a kid that’s black?


Πηγή: Caedmon Poetry, Langston Hughes reads (1MC)

Thursday, September 06, 2007

Θα πέσουν κεφάλια! “Η Τζέννυ των πειρατών” x 4

Η Hildegard Knef, η Anne Kerry Ford, η Juliette Greco και η Μαρία Φαραντούρη ερμηνεύουν την "Τζέννυ των πειρατών" από την "Οπερα της Πεντάρας" των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ.

Δείτε και ακούστε την Hildegard Knef:



http://www.youtube.com/hoffmann9471

Seeräuber Jenny

Meine Herren, heute sehen Sie mich Gläser abwaschen
Und ich mache das Bett für jeden.
Und Sie geben mir einen Penny und ich bedanke mich schnell
Und Sie sehen meine Lumpen und dies lumpige Hotel
Und Sie wissen nicht, mit wem Sie reden.
Aber eines Abends wird ein Geschrei sein am Hafen
Und man fragt: Was ist das für ein Geschrei?
Und man wird mich lächeln sehn bei meinen Gläsern
Und man sagt: Was lächelt die dabei?
Und ein Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird liegen am Kai.

Man sagt: Geh, wisch deine Gläser, mein Kind
Und man reicht mir den Penny hin.
Und der Penny wird genommen, und das Bett wird gemacht!
(Es wird keiner mehr drin schlafen in dieser Nacht.)
Und sie wissen immer noch nicht, wer ich bin.
Aber eines Abends wird ein Getös sein am Hafen
Und man fragt: Was ist das für ein Getös?
Und man wird mich stehen sehen hinterm Fenster
Und man sagt: Was lächelt die so bös?
Und das Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird beschiessen die Stadt.

Meine Herren, da wird ihr Lachen aufhören
Denn die Mauern werden fallen hin
Und die Stadt wird gemacht dem Erdboden gleich.
Nur ein lumpiges Hotel wird verschont von dem Streich
Und man fragt: Wer wohnt Besonderer darin?
Und in dieser Nacht wird ein Geschrei um das Hotel sein
Und man fragt: Warum wird das Hotel verschont?
Und man wird mich sehen treten aus der Tür am Morgen
Und man sagt: Die hat darin gewohnt?
Und das Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird beflaggen den Mast.

Und es werden kommen hundert gen Mittag an Land
Und werden in den Schatten treten
Und fangen einen jeglichen aus jeglicher Tür
Und legen ihn in Ketten und bringen vor mir
Und fragen: Welchen sollen wir töten?
Und an diesem Mittag wird es still sein am Hafen
Wenn man fragt, wer wohl sterben muss.
Und dann werden Sie mich sagen hören: Alle!
Und wenn dann der Kopf fällt, sag ich: Hoppla!
Und das Schiff mit acht Segeln
Und mit fünfzig Kanonen
Wird entschwinden mit mir.


Δείτε και ακούστε την Anne Kerry Ford:



http://www.youtube.com/rbsinger

Pirate Jenny

You people can watch while I’m scrubbing these floors
And I’m scrubbin’ the floors while you’re gawking
Maybe once ya tip me and it makes ya feel swell
In this crummy Southern town, in this crummy old hotel
But you’ll never guess to who you’re talkin’.
No. You couldn’t ever guess to who you’re talkin’.
Then one night there’s a scream in the night
And you’ll wonder who could that have been
And you see me kinda grinnin’ while I’m scrubbin’
And you say, "What’s she got to grin?"
I’ll tell you.

There’s a ship, the black freighter
with a skull on its masthead
will be coming in.

You gentlemen can say, "Hey gal, finish them floors!
Get upstairs! What’s wrong with you! Earn your keep here!
You toss me your tips
and look out to the ships
But I’m counting your heads
as I’m making the beds
Cuz there’s nobody gonna sleep here, honey
Nobody! Nobody!
Then one night there’s a scream in the night
And you say, "Who’s that kicking up a row?"
And ya see me kinda starin’ out the winda
And you say, "What’s she got to stare at now?"
I’ll tell ya.

There’s a ship, the black freighter
turns around in the harbor
shootin’ guns from her bow

Now you gentlemen can wipe that smile off your face
‘Cause every building in town is a flat one
This whole frickin’ place will be down to the ground
Only this cheap hotel standing up safe and sound
And you yell, "Why do they spare that one?"
Yes, that’s what you say.
"Why do they spare that one?"
All the night through, through the noise and to-do
You wonder who is that person that lives up there?
And you see me stepping out in the morning
Looking nice with a ribbon in my hair.

And the ship, the black freighter
runs a flag up its masthead
and a cheer rings the air

By noontime the dock is a-swarmin’ with men
comin’ out from the ghostly freighter
They move in the shadows where no one can see
And they’re chainin’ up people and they’re bringin’ em to me
askin’ me, "Kill them NOW, or LATER?"
Askin’ ME! "Kill them now, or later?"
Noon by the clock
and so still by the dock
You can hear a foghorn miles away
And in that quiet of death
I’ll say, "Right now.
Right now!"
Then they’ll pile up the bodies
And I’ll say,
"That’ll learn ya!"

And the ship, the black freighter
disappears out to sea
And on it is me.

English translation by Marc Blitzstein (1954)


Ακούστε την Juliette Greco:



La fiancée du pirate

Oui c’est moi qui lave les verres et les plats
On m’appelle une Marie-couche-toi là
Quand on me donne un penny
Faut encore que j’dise merci
Me v’là en habits loqu’teux
Au fond d’cet hôtel miteux
Vous n’savez pas aujourd’hui qui je suis
Vous n’savez pas aujourd’hui qui je suis

Mais un soir, un beau soir
Grand branle-bas
Les gens courent sur la rive,
Disant : Voyez qui arrive !
Et moi je sourirai pour la première fois
On dira : Voilà que tu souris, toi ?

Un navire de haut bord
Cent canons aux sabords
Entrera dans le port !

Moi toujours je laverai
Les verres et les plats
J’serai toujours une Marie-couche-toi là
Quand on m’donnera un penny
Toujours je dirai merci
J’gardrai mes habits loqu’teux
Au fond d’cet hôtel miteux
Et demain, demain comme aujourd’hui
Vous ne saurez toujours pas qui je suis !

Mais un soir, ce beau soir pour qui je vis
Voilà que les canons
S’éveilleront et tonneront
Pour la première fois, j’éclaterai de rire
Quoi méchante, t’as le coeur à rire ?

Le navire du haut bord
Cent canons aux sabords
Bombardera le port !

Alors viendront à terre les matelots
Plus de cent, ils marqueront d’une croix de sang
Chaque maison, chaque porte
Et c’est devant moi qu’on apporte
Enchaînés, implorants, mutilés et saigneux
Vos pareils, tous vos pareils, beaux messieurs !
Vos pareils, tous vos pareils, beaux messieurs !

Alors paraîtra celui que j’attends, il me dira :
Qui veux-tu de tous ces gens que je tue ?
Et moi je répondrai doucement :
Tue-les tous! Chaque tête qui tombera
Je battrai des mains, hop là !

Et le navire du haut bord
Loin de la ville où tout sera mort
M’emportera vers la vie !


Ακούστε και την Μαρία Φαραντούρη:




Υ.Γ. Ο Fiboid Studge ξεχωρίζει την ερμηνεία της Anne Kerry Ford (και μετράει κεφάλια).
Υ.Υ.Γ. Μπορείτε να δείτε και να ακούσετε και την Lotte Lenya στο youtube.

Tuesday, September 04, 2007

Οικογενειοκρατία; Χράπ!

Ο Philippe Garnier διαβάζει το ποίημα του Jacques Prévert (1900-1977)
“Les belles familles”.

Ακούστε τον:



Louis I
Louis II
Louis III
Louis IV
Louis V
Louis VI
Louis VII
Louis VIII
Louis IX
Louis X (dit le Hutin)
Louis XI
Louis XII
Louis XIII
Louis XIV
Louis XV
Louis XVI
...
Louis XVIII

et plus personne plus rien...
qu’est-ce que c’est que ces gens-là
qui ne sont pas foutus
de compter jusqu’à vingt?

Πηγή: Prévert, Festival poétique, Hachette 1980 (2 MC)


Υ.Γ. Ο Filboid Studge απαριθμεί τους Λουδοβίκους των ελληνικών πολιτικών οικογενειών, που ξέρουν πολύ καλά να μετράνε, και συνωστίζεται με το πλήθος, που επίσης ξέρει πολύ καλά να μετράει, μπροστά από την επερχόμενη εκλογική γκιλλοτίνα.
Χράπ! Au suivant!

Wednesday, August 29, 2007

Ηχητικό Quiz #7: Ποίος είναι μαύρος;

Ακούστε τρείς ερμηνείες του τελευταίου μονόλογου του Οθέλλου.
Ενας εκ των ερμηνευτών είναι μαύρος. Ποίος εκ των τριών;


Ερμηνεία #7.1

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA


Ερμηνεία #7.2

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA


Ερμηνεία #7.3

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA

OTHELLO, ACT V, Scene II.

LODOVICO
....Come, bring away.

OTHELLO
Soft you; a word or two before you go.
I have done the state some service, and they know’t.
No more of that. I pray you, in your letters,
When you shall these unlucky deeds relate,
Speak of me as I am; nothing extenuate,
Nor set down aught in malice. Then must you speak
Of one that loved not wisely but too well;
Of one not easily jealous, but, being wrought,
Perplex’d in the extreme; of one whose hand,
Like the base Indian, threw a pearl away
Richer than all his tribe; of one whose subdued eyes,
Albeit unused to the melting mood,
Drop tears as fast as the Arabian trees
Their medicinal gum. Set you down this;
And say besides, that in Aleppo once,
Where a malignant and a turban’d Turk
Beat a Venetian and traduced the state,
I took by the throat the circumcised dog
And smote him, thus.
(Stabs himself.)

LODOVICO
O bloody period!

GRATIANO
All that’s spoke is marr’d.

OTHELLO
I kiss’d thee ere I kill’d thee. No way but this,
Killing myself, to die upon a kiss.
(Falls on the bed, and dies.)

Friday, August 24, 2007

Πώς μεταστρέφεται το εκλογικό σώμα; Εύκολα!

Ακούστε τον Patrick Wymarck, στον ρόλο του Βρούτου, να μεταστρέφει, με επιχειρήματα, τους εχθρικά διακείμενους Ρωμαίους πολίτες, και να τούς πείθει ότι ο φόνος του Καίσαρα ήταν αναγκαίος, και ότι οι δράστες είναι σωτήρες της Πατρίδος.
Ακούστε στην συνέχεια τον Peter Finch, στον ρόλο του Μάρκου Αντώνιου, να ανα-μεταστρέφει, με συναισθηματικές εκκλήσεις και παροχές, τους άρτι μεταστραφέντες Ρωμαίους πολίτες, και να τούς πείθει ότι ο φόνος του Καίσαρα ήταν στυγερό έγκλημα, και ότι οι δράστες είναι εχθροί της Πατρίδος.



Διάρκεια: 12.20
Πηγή: Julius Caesar, The Living Shakespeare Series (1LP)
Condensed Performance, directed by Dennis Vance


Julius Caesar, Act III, Sc. II

The Forum.
Enter Brutus and Cassius, and a throng of Citizens.


CITIZENS
We will be satisfied! Let us be satisfied!

BRUTUS
Then follow me and give me audience, friends.
And public reasons shall be rendered
Of Caesar’s death.

CITIZEN
The noble Brutus is ascended. Silence!

BRUTUS
Be patient till the last.
Romans, countrymen, and lovers!
Hear me for my cause, and be silent, that you may hear.
If there be any in this assembly, any dear friend of Caesar’s,
To him I say that Brutus’ love to Caesar was no less than his.
If then that friend demand why Brutus rose against Caesar,
This is my answer:
Not that I loved Caesar less, but that I loved Rome more.
Had you rather that Caesar were living and die all slaves,
Than that Caesar were dead to live all freemen?
As Caesar loved me, I weep for him;
As he was fortunate, I rejoice at it;
As he was valiant, I honour him;
But as he was ambitious, I slew him.
There is tears for his love, joy for his fortune,
Honour for his valour, and death for his ambition.
Who is here so base that would be a bondman?
If any, speak, for him have I offended.
Who is here so rude that would not be a Roman?
If any, speak, for him have I offended.
Who is here so vile that will not love his country?
If any, speak, for him have I offended.
I pause for a reply.

ALL
None, Brutus, none.

BRUTUS
Then none have I offended.
Enter Antony and others, with Caesar’s body.
Here comes his body, mourned by Mark Antony, who, though he
Had no hand in his death, shall receive the benefit of his dying,
A place in the commonwealth, as which of you shall not?
With this I depart- that, as I slew my best lover for the good of Rome,
I have the same dagger for myself, when it shall please my country
to need my death.

ALL
Live, Brutus, live, live!

CITIZEN
Peace! Silence! Peace, ho!

BRUTUS
Good countrymen, let me depart alone,
And, for my sake, stay here with Antony.
Do grace to Caesar’s corse, and grace his speech
Tending to Caesar’s glories, which Mark Antony,
By our permission, is allow’d to make.
I do entreat you, not a man depart,
Save I alone, till Antony have spoke.
Exit.

CITIZEN
Peace! Let us hear what Antony can say.

ANTONY
You gentle Romans-

ALL
Peace, ho! Let us hear him.

ANTONY
Friends, Romans, countrymen, lend me your ears!
I come to bury Caesar, not to praise him.
The evil that men do lives after them,
The good is oft interred with their bones;
So let it be with Caesar. The noble Brutus
Hath told you Caesar was ambitious;
If it were so, it was a grievous fault,
And grievously hath Caesar answer’d it.
Here, under leave of Brutus and the rest-
For Brutus is an honourable man;
So are they all, all honourable men-
Come I to speak in Caesar’s funeral.
He was my friend, faithful and just to me;
But Brutus says he was ambitious,
And Brutus is an honourable man.
He hath brought many captives home to Rome,
Whose ransoms did the general coffers fill.
Did this in Caesar seem ambitious?
When that the poor have cried, Caesar hath wept;
Ambition should be made of sterner stuff:
Yet Brutus says he was ambitious,
And Brutus is an honourable man.
You all did see that on the Lupercal
I thrice presented him a kingly crown,
Which he did thrice refuse. Was this ambition?
Yet Brutus says he was ambitious,
And sure he is an honourable man.
I speak not to disprove what Brutus spoke,
But here I am to speak what I do know.
You all did love him once, not without cause;
What cause withholds you then to mourn for him?
O judgement, thou art fled to brutish beasts,
And men have lost their reason. Bear with me;
My heart is in the coffin there with Caesar,
And I must pause till it come back to me.

CITIZEN
There’s not a nobler man in Rome than Antony.

CITIZEN
Now mark him, he begins again to speak.

ANTONY
But yesterday the word of Caesar might
Have stood against the world. Now lies he there,
And none so poor to do him reverence.
O masters! If I were disposed to stir
Your hearts and minds to mutiny and rage,
I should do Brutus wrong and Cassius wrong,
Who, you all know, are honourable men.
I will not do them wrong; I rather choose
To wrong the dead, to wrong myself and you,
Than I will wrong such honourable men.
But here’s a parchment with the seal of Caesar;
I found it in his closet, ‘tis his will.
Let but the commons hear this testament-
Which, pardon me, I do not mean to read-
And they would go and kiss dead Caesar’s wounds
And dip their napkins in his sacred blood,
Yea, beg a hair of him for memory,
And, dying, mention it within their wills,
Bequeathing it as a rich legacy
Unto their issue.

CITIZEN
We’ll hear the will. Read it, Mark Antony.

ALL
The will, the will! We will hear Caesar’s will.

ANTONY
Have patience, gentle friends, I must not read it;
It is not meet you know how Caesar loved you.
You are not wood, you are not stones, but men;
And, being men, hearing the will of Caesar,
It will inflame you, it will make you mad.
‘Tis good you know not that you are his heirs,
For if you should, O, what would come of it!

CITIZEN
Read the will; we’ll hear it, Antony.
You shall read us the will, Caesar’s will.

ANTONY
Will you be patient? Will you stay awhile?
I have o’ershot myself to tell you of it.
I fear I wrong the honourable men
Whose daggers have stabb’d Caesar; I do fear it.

ALL
The will!

ANTONY
You will compel me then to read the will?
Then make a ring about the corse of Caesar,
And let me show you him that made the will.
Shall I descend? And will you give me leave?

ALL
Come down.

CITIZEN
Room for Antony, most noble Antony.

ANTONY
Nay, press not so upon me, stand far off.

ALL
Stand back; room, bear back!

ANTONY
If you have tears, prepare to shed them now.
You all do know this mantle. I remember
The first time ever Caesar put it on;
‘Twas on a summer’s evening, in his tent,
That day he overcame the Nervii.
Look, in this place ran Cassius’ dagger through;
See what a rent the envious Casca made;
Through this the well-beloved Brutus stabb’d;
And as he pluck’d his cursed steel away,
Mark how the blood of Caesar follow’d it,
As rushing out of doors, to be resolved
If Brutus so unkindly knock’d, or no;
For Brutus, as you know, was Caesar’s angel.
Judge, O you gods, how dearly Caesar loved him!
This was the most unkindest cut of all;
For when the noble Caesar saw him stab,
Ingratitude, more strong than traitors’ arms,
Quite vanquish’d him. Then burst his mighty heart,
And, in his mantle muffling up his face,
Even at the base of Pompey’s statue,
Which all the while ran blood, great Caesar fell.
O, what a fall was there, my countrymen!
Then I, and you, and all of us fell down,
Whilst bloody treason flourish’d over us.
O, now you weep, and I perceive you feel
The dint of pity. These are gracious drops.
Kind souls, what weep you when you but behold
Our Caesar’s vesture wounded? Look you here,
Here is himself, marr’d, as you see, with traitors.

CITIZEN
We will be revenged.

ALL
Revenge! About! Seek! Burn! Fire! Kill!
Slay! Let not a traitor live!

ANTONY
Stay, countrymen.

CITIZEN
Peace there! Hear the noble Antony.

SECOND CITIZEN
We’ll hear him, we’ll follow him, we’ll die with him.

ANTONY
Good friends, sweet friends, let me not stir you up
To such a sudden flood of mutiny.
They that have done this deed are honourable.
What private griefs they have, alas, I know not,
That made them do it. They are wise and honourable,
And will, no doubt, with reasons answer you.
I come not, friends, to steal away your hearts.
I am no orator, as Brutus is;
But, as you know me all, a plain blunt man,
That love my friend, and that they knew full well
That gave me public leave to speak of him.
For I have neither wit, nor words, nor worth,
Action, nor utterance, nor the power of speech,
To stir men’s blood. I only speak right on;
I tell you that which you yourselves do know;
Show you sweet Caesar’s wounds, poor, poor dumb mouths,
And bid them speak for me. But were I Brutus,
And Brutus Antony, there were an Antony
Would ruffle up your spirits and put a tongue
In every wound of Caesar that should move
The stones of Rome to rise and mutiny.

ALL
We’ll mutiny.

CITIZEN
We’ll burn the house of Brutus.

CITIZEN
Away, then! Come, seek the conspirators.

ANTONY
Yet hear me, countrymen; yet hear me speak.

ALL
Peace, ho! Hear Antony, most noble Antony!

ANTONY
Why, friends, you go to do you know not what.
Wherein hath Caesar thus deserved your loves?
Alas, you know not; I must tell you then.
You have forgot the will I told you of.

ALL
Most true, the will! Let’s stay and hear the will.

ANTONY
Here is the will, and under Caesar’s seal.
To every Roman citizen he gives,
To every several man, seventy-five drachmas.

CITIZEN
Most noble Caesar! We’ll revenge his death.

CITIZEN
O royal Caesar!

ANTONY
Hear me with patience.

ALL
Peace, ho!

ANTONY
Moreover, he hath left you all his walks,
His private arbors, and new-planted orchards,
On this side Tiber; he hath left them you,
And to your heirs forever- common pleasures,
To walk abroad and recreate yourselves.
Here was a Caesar! When comes such another?

CITIZEN
Never, never. Come, away, away!
We’ll burn his body in the holy place
And with the brands fire the traitors’ houses.
Take up the body.

CITIZEN
Go fetch fire.

CITIZEN. Pluck down benches.

CITIZEN
Pluck down forms, windows, anything.
Exeunt Citizens with the body.

Υ.Γ. Ο Filboid Studge διατυπώνει εγκαίρως το προφανές πολιτικό συμπέρασμα: ούτε Βρούτος, ούτε Αντώνιος.
Σπάρτακος!!!

Tuesday, August 21, 2007

Out, out, brief candle! Ηχητικό Quiz #6, για μανιακούς θεατρόφιλους.

Ακούστε τον περίφημο μονόλογο του Μακμπέθ. Ερμηνεύει ένας σπουδαίος Αγγλος ηθοποιός.

Ποίος είναι;

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA


MACBETH, ACT V, Scene V.

MACBETH
She should have died hereafter;
There would have been a time for such a word.
Tomorrow, and tomorrow, and tomorrow
Creeps in this petty pace from day to day
To the last syllable of recorded time;
And all our yesterdays have lighted fools
The way to dusty death. Out, out, brief candle!
Life's but a walking shadow, a poor player
That struts and frets his hour upon the stage
And then is heard no more. It is a tale
Told by an idiot, full of sound and fury,
Signifying nothing.

Sunday, August 12, 2007

Naked you are blue as a night in Cuba


Γιάννης Ψυχοπαίδης, Κορίτσι σε Μπλε Φόντο – Μεταξοτυπία, 2003

Ο Sting ερμηνεύει (σε αγγλική απόδοση) το Σονέτο Νο. 27 από τα «Εκατό ερωτικά σονέτα» (1959) του Pablo Neruda (1904-1973)

Ακούστε τον:



Πηγή: Poems by Pablo Neruda – Il Postino (1CD)

Love Sonnet XXVII – Morning

Naked you are simple as one of your hands,
smooth, earthly, small, transparent, round,
your moon-lines, apple-pathways,
naked you are slender as a naked grain of wheat.

Naked you are blue as a night in Cuba,
you have vines and stars in your hair,
naked you are spacious and yellow,
summer in a golden church.

Naked you are tiny as one of your nails,
curved, subtle, rosy, till the day is born,
and you withdraw to the underground world

as if down a long tunnel of clothing and of chores:
your clear light dims, gets dressed,
drops its leaves and becomes a naked hand again.

Ο Filboid Studge σημειώνει: Δεν μού είναι γνωστό το όνομα του μεταφραστού.

SONETO XXVII - Mañana

Desnuda eres tan simple como una de tus manos,
lisa, terrestre, mínima, redonda, transparente,
tienes líneas de luna, caminos de manzana,
desnuda eres delgada como el trigo desnudo.

Desnuda eres azul como la noche en Cuba,
tienes enredaderas y estrellas en el pelo,
desnuda eres enorme y amarilla
como el verano en una iglesia de oro.

Desnuda eres pequeña como una de tus uñas,
curva, sutil, rosada hasta que nace el día
y te metes en el subterráneo del mundo

como en un largo túnel de trajes y trabajos:
tu claridad se apaga, se viste, se deshoja
y otra vez vuelve a ser una mano desnuda.

Διαβάστε και την απόδοση στα ελληνικά του Γιώργου Κεντρωτή στο Αλωνάκι της Ποίησης.

Sunday, July 29, 2007

Ins Nichts mit ihm!

Ακούστε την τελευταία σκηνή από την Οπερα των Paul Dessau και Bertolt Brecht, «Η Καταδίκη του Λούκουλλου», όπου το Δικαστήριο των Σκιών του Κάτω Κόσμου κρίνει τις πράξεις του Ρωμαίου στρατηγού και τον καταδικάζει στην Ανυπαρξία.
Η γαστρονομία του Λούκουλλου θεωρήθηκε ελαφρυντικό στοιχείο, (ακούς Αθήναιε; ), όπως επίσης και το ότι έφερε την κερασιά από την Ασία στην Ρώμη, δεν ανέτρεψε όμως την τελική καταδικαστική απόφαση.

Die Verurteilung des Lukullus (1951)
XII Das Urteil



Διάρκεια: 9:20


KOMMENTIERENDE FRAUENSTIMME
Aufspringt die Schöffin, einst Fischweib am Markte:

DAS FISCHWEIB
Fandet ihr also
Doch noch einen Pfennig in den
Blutigen Händen? Besticht auch der Räuber
Das Gericht mit der Beute?

DER LEHRER
Ein Kirschbaum! Ein Kirschbaum! Die Eroberung
Hätte er machen können nur mit
Einem Mann! Aber achtzigtausend
Aber achtzigtausend
Shickte er hier herunter.

DER BÄCKER
Wieviel
Sollen sie bezahlen oben
Für ein Glas voll Wein und einen Wecken?

DIE KURTISANE
Sollen sie ewig, bei einer Frau zu liegen, die Haut
Zu Markt tragen müssen?
Ins Nichts mit ihm!

DAS FISCHWEIB
Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts!

DER LEHRER
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!

DER BÄCKER
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!

ALLE
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
Ins Nichts! Ins Nichts!

SPRECHER DES TOTENGERICHTS
Und sie sehen auf den Bauern
Den Lober des Kirschbaums:
Bauer, was sagst du?

DER BAUER
(gesprochen)
Achtzigtausend Menschen für einen Kirschbaum!
(gesungen)
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!

TOTENRICHTER
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts! Denn
Immer mit all der Gewalt und Eroberung
Wächst nur ein Reich an:
Das Reich der Schatten.

DIE SCHÖFFEN
Und voll schon
Ist unser graues Unten mit
Halbgelebten Leben.

DER BAUER
Hier doch
Haben wir keine Pflüge den nervigen Armen.

DIE SCHÖFFEN
Noch
Hungrige Münder, deren ihr
Oben so viele habt! Was als Staub
Können wir häufen auf die
Achtzigtausend Dahingeschlachteten! Und ihr
Oben braucht Häuser! Wie oft noch
Sollen wir ihnen begegnen auf unsern
Nirgendhin führenden Pfaden und ihre eifrigen
Furchtbaren Fragen hören, wie
Der Sommer der Jahre aussieht, und der Herbst
Und der Winter?

SPRECHER DES TOTENGERICHTS
(laut)
Es melden sich die Gefallenen
Der asiatischen Legionen
(Römische Legionäre in Formation treten auf)

DIE LEGIONÄRE
Im Rock des Räubers
In des Mordbrenners Beutezug
Sind wir gefallen
Die Söhne des Volkes.

ALLE
Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts mit ihm!
Ah ja, ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts mit ihm!
Ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!

DIE LEGIONÄRE
Wie der Wolf
Der in die Hürde bricht
Und muß erschlagen werden
Sind wir erschlagen worden in seinem Dienst.

ALLE
Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts mit ihm!
Ah ja, ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts mit ihm!
Ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!

DIE LEGIONÄRE
Hätten wir doch
Hätten wir doch
Den Dienst des Angreifers gekündigt!
Hätten wir doch
Uns den Verteidigern gesellt!

ALLE
Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts mit ihm!
Ah ja, ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts mit ihm!
Ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!

SPRECHER DES TOTENGERICHTS
(laut)
Und es schreien
Die Sklaven, die Friesschlepper:

DIE SKLAVEN
Ah ja, ins Nichts mit ihm!
Ah ja, ins Nichts mit ihm!
Ins Nichts mit ihm!
Wie lange noch
Sitzen sie, er und die Seinen
Unmenschliche über den Menschen und heben
Die faulen Hände und werfen in blutigen
Kriegen die Völker gegeneinander?
Wie lange noch
Wie lange noch
Dulden wir und dulden die Unsern sie?

ALLE
Ah ja, ins Nichts mit ihm und ins Nichts mit
Allen wie er!
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
Ins Nichts! Ins Nichts! Ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts! Ins Nichts!
Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts! Ins Nichts!

SPRECHER DES TOTENGERICHTS
Und vom hohen Gestühle erheben sich
Die Fürsprecher der Nachwelt
Der mit den vielen Händen zu nehmen
Der mit den vielen Mündern zu essen
Der eifrig sammelnden
Gern lebenden Nachwelt.

Πηγή: Paul Dessau/Bertolt Brecht, Die Verurteilung des Lukullus, Oper in 12 Szenen
Rundfunk-Sinfonie-Orchester Leipzig, Herbert Kegel, 1964 (2CD)