Tuesday, October 30, 2007

Ομως εμείς δεν είχαμε...

Ο Μάνος Κατράκης και η Ειρήνη Παππά διαβάζουν αποσπάσματα από «Το Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη.

Μάνος Κατράκης: Η Πορεία προς το Μέτωπο

Διάρκεια: 3:22

Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο.
......
Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως.
......
Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα....
Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε απ’ τ’ άλλο μέρος να’ ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Όι όι, μάνα μου», «όι όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ‘λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου.
Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς.
Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.


Μάνος Κατράκης: Η Μεγάλη Εξοδος

Διάρκεια: 2:14

Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη.
Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα.
Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να ‘ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια.
Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.


Μάνος Κατράκης: Προφητικόν

Διάρκεια: 3:22

Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο.
-Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών.
-Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων.
-Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων.
......
Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού, θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις;
-Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως.
-Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών.
-Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών.
......
-Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερεχθείο των Πουλιών.
......
Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει
......
Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα ‘χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!

Πηγή: Μίκη Θεοδωράκη ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη (EMI 2MC)


Ειρήνη Παππά: Της Αγάπης Αίματα με Πορφύρωσαν

Διάρκεια: 1:13

ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αίματα * με πορφύρωσαν
Και χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στη * νοτιά των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Στ’ ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε
Αμαρτία μου να ‘χα * κι εγώ μιαν αγάπη
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Τον Ιούλιο κάποτε * μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια * στιγμή να φωτίσουν
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Κι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου
Των αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας
«Ο που σ’ είδε, στο αίμα * να ζει και στην πέτρα»
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Της πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα * με φως ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο

Πηγή: Ανθολόγιο Νέου Ελληνισμού
http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=267&author_id=9

Saturday, October 20, 2007

5 ποιήματα του Carl Sandburg (1878-1967)



Διαβάζει ο ίδιος σε ηχογραφήσεις του 1951-1952.
Πηγή: Caedmon Poetry, Carl Sandburg reads (2MC)

Ακούστε τον:

White Ash



There is a woman on Michigan Boulevard keeps a parrot and goldfish and two white mice.
She used to keep a houseful of girls in kimonos and three pushbuttons on the front door.
Now she is alone with a parrot and goldfish and two white mice … but these are some of her thoughts:
The love of a soldier on furlough or a sailor on shore leave burns with a bonfire red and saffron.
The love of an emigrant workman whose wife is a thousand miles away burns with a blue smoke.
The love of a young man whose sweetheart married an older man for money burns with a sputtering uncertain flame.
And there is a love … one in a thousand … burns clean and is gone leaving a white ash.…
And this is a thought she never explains to the parrot and goldfish and two white mice.


They All Want to Play Hamlet



They all want to play Hamlet.
They have not exactly seen their fathers killed
Nor their mothers in a frame-up to kill,
Nor an Ophelia dying with a dust gagging the heart,
Not exactly the spinning circles of singing golden spiders,
Not exactly this have they got at nor the meaning of flowers
--O flowers, flowers slung by a dancing girl—
in the saddest play the inkfish, Shakespeare ever wrote;
Yet they all want to play Hamlet because it is sad like all actors are sad and to stand by an open grave with a joker’s skull in the hand and then to say over slow and say over slow wise, keen, beautiful words masking a heart that’s breaking, breaking,
This is something that calls and calls to their blood.
They are acting when they talk about it and they know it is acting to be particular about it and yet: They all want to play Hamlet.


Cahoots



Play it across the table.
What if we steal this city blind?
If they want anything let ‘em nail it down.

Harness bulls, dicks, front office men,
And the high goats up on the bench,
Ain’t they all in cahoots?
Ain’t it fifty-fifty all down the line,
Petemen, dips, boosters, stick-ups and guns—what’s to hinder?

Go fifty-fifty.

If they nail you call in a mouthpiece.
Fix it, you gazump, you slant-head, fix it.
Feed ‘em …

Nothin’ ever sticks to my fingers, nah, nah, nothin’ like that,
But there ain’t no law we got to wear mittens—huh—is there?
Mittens, that’s a good one—mittens!

There oughta be a law everybody wear mittens.


Mag



I wish to God I never saw you, Mag.
I wish you never quit your job and came along with me.
I wish we never bought a license and a white dress
For you to get married in the day we ran off to a minister
And told him we would love each other and take care of each other
Always and always long as the sun and the rain lasts anywhere.
Yes, I’m wishing now you lived somewhere away from here
And I was a bum on the bumpers a thousand miles away dead broke.
I wish the kids had never come
And rent and coal and clothes to pay for
And a grocery man calling for cash,
Every day cash for beans and prunes.
I wish to God I never saw you, Mag.
I wish to God the kids had ...


Fog



The fog comes
on little cat feet.

It sits looking
over harbor and city
on silent haunches
and then moves on.


Ομίχλη

Η ομίχλη έρχεται
γατοπατώντας.

Σαν σφίγγα κάθεται,
προσέχει το λιμάνι και την πόλη
και φεύγει πάλι.

FS/ATH IX/1996

Friday, October 19, 2007

Ακούτε Θέατρο; «Η Κυρία που δεν πενθεί»

Ακούστε το σατιρικό μονόπρακτο του Κώστα Μουρσελά, σε ηχογράφηση του 1977.
Παίζουν: Ελλη Φωτίου, Στέφανος Ληναίος, Αντώνης Αντωνίου.


Διάρκεια: 46:02

Πηγή: Περιοδικό Ραδιοτηλεόραση, Τεύχος ??/??/2007, ένθετο CD «Η Κυρία που δεν πενθεί», 1977.

Wednesday, October 10, 2007

Συμβουλές περιποίησης προσώπου

Now get you to my lady's chamber, and tell her, let
her paint an inch thick, to this favour she must
come; make her laugh at that.

[Hamlet, Act V, Scene I]


Ο Laurence Olivier (Αμλετ) και ο Stanley Holloway (Νεκροθάφτης), στην κινηματογραφική μεταφορά του Αμλετ (1948), σε σκηνοθεσία Laurence Olivier.




Ο Mel Gibson (Αμλετ) και ο Trevor Peacock (Νεκροθάφτης), στην κινηματογραφική μεταφορά του Αμλετ (1990), σε σκηνοθεσία Franco Zeffirelli.



Hamlet, Act V, Scene I

GRAVEDIGGER
In youth, when I did love, did love,
Methought it was very sweet,
To contract, O, the time, for, ah, my behove,
O, methought, there was nothing meet.
But age, with his stealing steps,
Hath claw'd me in his clutch,
HAMLET
Whose grave's this, sirrah?
GRAVEDIGGER
Mine, sir.
HAMLET
I think it be thine, indeed; for thou liest in't.
GRAVEDIGGER
You lie out on't, sir, and therefore it is not
yours: for my part, I do not lie in't, and yet it is mine.
HAMLET
'Thou dost lie in't, to be in't and say it is thine:
'tis for the dead, not for the quick; therefore thou liest.
GRAVEDIGGER
'Tis a quick lie, sir; 'twill away gain, from me to
you.
HAMLET
What man dost thou dig it for?
GRAVEDIGGER
For no man, sir.
HAMLET
What woman, then?
GRAVEDIGGER
For none, neither.
HAMLET
Who is to be buried in't?
GRAVEDIGGER
One that was a woman, sir; but, rest her soul, she's dead.
HAMLET
How absolute the knave is! we must speak by the
card, or equivocation will undo us.
How long hast thou been a
grave-maker?
GRAVEDIGGER
Of all the days i' the year, I came to't that day
that our last king Hamlet overcame Fortinbras.
HAMLET
How long is that since?
GRAVEDIGGER
Cannot you tell that? every fool can tell that: it
was the very day that young Hamlet was born; he that
is mad, and sent into England.
HAMLET
Ay, marry, why was he sent into England?
GRAVEDIGGER
Why, because he was mad: he shall recover his wits
there; or, if he do not, it's no great matter there.
HAMLET
Why?
GRAVEDIGGER
'Twill, a not be seen in him there; there the men
are as mad as he.
HAMLET
How came he mad?
GRAVEDIGGER
Very strangely, they say.
HAMLET
How strangely?
GRAVEDIGGER
Faith, e'en by losing his wits.
HAMLET
Upon what ground?
GRAVEDIGGER
Why, here in Denmark.
HAMLET
How long will a man lie i' the earth ere he rot?
GRAVEDIGGER
I' faith, if he be not rotten before he die
he will last you some eight year
or nine year: a tanner will last you nine year.
HAMLET
Why he more than another?
GRAVEDIGGER
Why, sir, his hide is so tanned with his trade, that
he will keep out water a great while; and your water
is a sore decayer of your whoreson dead body.
Here's a skull now; this skull has lain in the earth
three and twenty years.
HAMLET
Whose was it?
GRAVEDIGGER
A whoreson mad fellow's it was: whose do you think it was?
HAMLET
Nay, I know not.
GRAVEDIGGER
A pestilence on him for a mad rogue! a' poured a
flagon of Rhenish on my head once. This same skull,
sir, was Yorick's skull, the king's jester.
HAMLET
This?
GRAVEDIGGER
E'en that.
HAMLET
Let me see.
Alas, poor Yorick! I knew him, Horatio: a fellow
of infinite jest, of most excellent fancy: he hath
borne me on his back a thousand times; and now, how
abhorred in my imagination it is! my gorge rises at
it. Here hung those lips that I have kissed I know
not how oft. Where be your gibes now? your
gambols? your songs? your flashes of merriment,
that were wont to set the table on a roar? Not one
now, to mock your own grinning? quite chap-fallen?
Now get you to my lady's chamber, and tell her, let
her paint an inch thick, to this favour she must
come; make her laugh at that.