Ακούστε την τραγωδία «Μακμπέθ» σε ηχογράφηση του 1988, με τον Denis Quilley (1927-2003) και την Hannah Gordon (1941-) στους κεντρικούς ρόλους.
Διανομή Macbeth, Thane of Glamis and Cawdor.....Denis Quilley Lady Macbeth, his wife.............................Hannah Gordon Macduff, Thane of Fife..............................John Rowe Duncan, King of Scotland..........................Clifford Rose Banquo, Thane of Lochaber......................Nigel Terry Ross, nobleman of Scotland......................Sean Barrett Malcolm, elder son of Duncan...................Stuart Organ Donalbain, younger son of Duncan............Richard Hew Lennox, nobleman of Scotland..................Geoffrey Collins Menteith, nobleman of Scotland................James Bryce Angus, nobleman of Scotland....................David Peart Fleance, son of Banquo..............................Elizabeth Lindsay Porter.......................................................John Hollis Lady Macduff............................................Jane Knowles First Witch................................................Carole Boyd Second Witch............................................Susan Brown Third Witch...............................................Pauline Siddle
Ο Filboid Studge θυμίζει στους πολυπληθείς θεατρόφιλους επισκέπτες ότι δεν πρέπει να αναφέρεται μεγαλοφώνως ούτε το όνομα του τραγικού ήρωα, ούτε ο τίτλος της τραγωδίας. Περισσότερες πληροφορίες εδώ: http://en.wikipedia.org/wiki/Macbeth#The_.22Scottish_Play.22 Για την πρόσθετη ασφάλειά σας παρακαλείσθε επίσης να αποφεύγετε την απαγγελία στίχων από το έργο. Από μέσα σας!
Ακούστε την «Τραγωδία του Βασιλιά Ληρ» σε ηχογράφηση του 1994, με τον John Gielgud (1904-2000), στον κεντρικό ρόλο.
John Gielgud and the Renaissance Theatre Company in “The Tragedy of King Lear”
Διανομή (με την σειρά που ακούγονται) Kent.................................Keith Michell Cloucester.......................Richard Briers Edmond..........................Kenneth Branagh Lear................................John Gielgud Goneril........................... Judi Dench Cordelia.......................... Emma Thompson Regan............................. Eileen Atkins Albany........................... John Shrapnel Cornwall......................... Robert Stephens Burgundy....................... Denis Quilley France............................ Derek Jacobi Edgar.............................. Iain Glen Oswald............................ Bob Hoskins Knight............................. Simon Russell Beale Fool................................ Michael Williams First Gentleman.............. Nickolas Grace Curan.............................. Sam Dastor Servant........................... Harry Towb Old Man.......................... Maurice Denham First Messenger.............. Bernard Cribbins Second Gentleman.......... Matthew Morgan Second Messenger.......... Nicholas Boulton Captain........................... Sam Dastor Herald............................ Peter Hall
Αν η πρόκληση ζημιών επί των πινακίδων οδοσήμανσης επιφέρει ποινή φυλάκισης ενός ή δύο ετών,
τότε η παραποίηση των ενημερωτικών πινακίδων του Μετρό για διαφημιστικούς λόγους, πέραν της απίστευτης σύγχυσης, ποία ποινή πρέπει να επιφέρει;
Φωτογραφία διαφήμισης κινητού τηλεφώνου της Sony Ericsson σε συρμό του Μετρό της γραμμής Αιγάλεω/Αεροδρόμιο (05/12/2007). Σημειώνεται ότι η διαφήμιση έχει το σχήμα των πινακίδων των διαδρομών του Μετρό και ότι είναι ανηρτημένη ακριβώς δίπλα απ’ αυτές.
Ο Filboid Studge προτείνει την επέκταση της ποινής και στους υπεύθυνους του Μετρό που επέτρεψαν την ανάρτηση της σκοταδιστικής διαφήμισης. Εσείς;
Ο Μάνος Κατράκης και η Ειρήνη Παππά διαβάζουν αποσπάσματα από «Το Αξιον Εστί» του Οδυσσέα Ελύτη.
Μάνος Κατράκης: Η Πορεία προς το Μέτωπο
Διάρκεια: 3:22
Ξημερώνοντας τ’ Αγιαννιού, με την αύριο των Φώτων, λάβαμε τη διαταγή να κινήσουμε πάλι μπροστά, για τα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες. Έπρεπε, λέει, να πιάσουμε τις γραμμές που κρατούσανε ως τότε οι Αρτινοί, από Χειμάρα ως Τεπελένι. Λόγω που εκείνοι πολεμούσανε απ’ την πρώτη μέρα, συνέχεια, κι είχαν μείνει σκεδόν οι μισοί και δεν αντέχανε άλλο. ...... Νύχτα πάνω στη νύχτα βαδίζαμε ασταμάτητα, ένας πίσω απ’ τον άλλο, ίδια τυφλοί. Με κόπο ξεκολλώντας το ποδάρι από τη λάσπη, όπου, φορές, εκαταβούλιαζε ίσαμε το γόνατο. Επειδή το πιο συχνά ψιχάλιζε στους δρόμους έξω, καθώς μες στην ψυχή μας. Και τις λίγες φορές όπου κάναμε στάση να ξεκουραστούμε, μήτε που αλλάζαμε κουβέντα, μονάχα σοβαροί και αμίλητοι, φέγγοντας μ’ ένα μικρό δαδί, μία μία εμοιραζόμασταν τη σταφίδα. Ή φορές πάλι, αν ήταν βολετό, λύναμε βιαστικά τα ρούχα και ξυνόμασταν με λύσσα ώρες πολλές, όσο να τρέξουν τα αίματα. Τι μας είχε ανέβει η ψείρα ως το λαιμό, κι ήταν αυτό πιο κι απ’ την κούραση ανυπόφερτο. Τέλος, κάποτε ακουγότανε στα σκοτεινά η σφυρίχτρα, σημάδι ότι κινούσαμε, και πάλι σαν τα ζα τραβούσαμε μπροστά να κερδίσουμε δρόμο, πριχού ξημερώσει και μας βάλουνε στόχο τ’ αερόπλανα. Επειδή ο Θεός δεν κάτεχε από στόχους ή τέτοια, κι όπως το ‘χε συνήθειο του, στην ίδια πάντοτε ώρα ξημέρωνε το φως. ...... Κι ότι ήμασταν σιμά πολύ στα μέρη όπου δεν έχει καθημερινές και σκόλες, μήτε αρρώστους και γερούς, μήτε φτωχούς και πλούσιους, το καταλαβαίναμε. Γιατί κι ο βρόντος πέρα, κάτι σαν καταιγίδα πίσω απ’ τα βουνά, δυνάμωνε ολοένα.... Ύστερα και γιατί, ολοένα πιο συχνά, τύχαινε τώρα ν’ απαντούμε απ’ τ’ άλλο μέρος να’ ρχονται οι αργές οι συνοδείες με τους λαβωμένους. Όπου απιθώνανε χάμου τα φορεία οι νοσοκόμοι, με τον κόκκινο σταυρό στο περιβραχιόνιο, φτύνοντας μέσα στις παλάμες, και το μάτι τους άγριο για τσιγάρο. Κι οπού κατόπι, σαν ακούγανε για που τραβούσαμε, κουνούσαν το κεφάλι, αρχινώντας ιστορίες για σημεία και τέρατα. Όμως εμείς το μόνο που προσέχαμε ήταν εκείνες οι φωνές μέσα στα σκοτεινά, που ανέβαιναν, καυτές ακόμη από την πίσσα του βυθού ή το θειάφι: «Όι όι, μάνα μου», «όι όι, μάνα μου», και κάποτε, πιο σπάνια, ένα πνιχτό μουσούνισμα, ίδιο ροχαλητό, που ‘λεγαν, όσοι ξέρανε, είναι αυτός ο ρόγχος του θανάτου. Ήταν φορές που εσέρνανε μαζί τους κι αιχμαλώτους, μόλις πιασμένους λίγες ώρες πριν, στα ξαφνικά γιουρούσια που κάναν τα περίπολα. Βρωμούσανε κρασί τα χνώτα τους, κι οι τσέπες τους γιομάτες κονσέρβα ή σοκολάτες. Όμως εμείς δεν είχαμε, ότι κομμένα τα γιοφύρια πίσω μας, και τα λίγα μουλάρια μας, κι εκείνα ανήμπορα μέσα στο χιόνι και στη γλιστράδα της λασπουριάς. Τέλος, κάποια φορά, φανήκανε μακριά οι καπνοί που ανέβαιναν μεριές μεριές, κι οι πρώτες στον ορίζοντα κόκκινες, λαμπερές φωτοβολίδες.
Μάνος Κατράκης: Η Μεγάλη Εξοδος
Διάρκεια: 2:14
Τις ημέρες εκείνες έκαναν σύναξη μυστική τα παιδιά και λάβανε την απόφαση, επειδή τα κακά μαντάτα πλήθαιναν στην πρωτεύουσα, να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μια παλάμη τόπο κάτω από τ’ ανοιχτό πουκάμισο, με τις μαύρες τρίχες και το σταυρουδάκι του ήλιου. Όπου είχε κράτος κι εξουσία η Άνοιξη. Και επειδή σίμωνε η μέρα που το Γένος είχε συνήθειο να γιορτάζει τον άλλο Σηκωμό, τη μέρα πάλι εκείνη ορίσανε για την Έξοδο. Και νωρίς εβγήκανε καταμπροστά στον ήλιο, με πάνου ως κάτου απλωμένη την αφοβιά σαν σημαία, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες. Και ακολουθούσανε άντρες πολλοί, και γυναίκες, και λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Όπου έβλεπες άξαφνα στην όψη τους τόσες χαρακιές, που ‘λεγες είχανε περάσει μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Τέτοιας λογής αποκοτιές, ωστόσο, μαθαίνοντες οι Άλλοι, σφόδρα ταράχθηκαν. Και φορές τρεις με το μάτι αναμετρώντας το έχει τους, λάβανε την απόφαση να βγουν έξω σε δρόμους και σε πλατείες, με το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει: μία πήχη φωτιά κάτω απ’ τα σίδερα, με τις μαύρες κάννες και τα δόντια του ήλιου. Όπου μήτε κλώνος μήτε ανθός, δάκρυο ποτέ δεν έβγαλαν. Και χτυπούσανε όπου να ‘ναι, σφαλώντας τα βλέφαρα με απόγνωση. Και η Άνοιξη ολοένα τους κυρίευε. Σαν να μην ήτανε άλλος δρόμος πάνω σ’ ολάκερη τη γη για να περάσει η Άνοιξη παρά μονάχα αυτός, και να τον είχαν πάρει αμίλητοι, κοιτάζοντας πολύ μακριά, πέρ’ απ’ την άκρη της απελπισίας, τη Γαλήνη που έμελλαν να γίνουν, οι νέοι με τα πρησμένα πόδια που τους έλεγαν αλήτες, και οι άντρες, και οι γυναίκες, και οι λαβωμένοι με τον επίδεσμο και τα δεκανίκια. Και περάσανε μέρες πολλές μέσα σε λίγην ώρα. Και θερίσανε πλήθος τα θηρία, και άλλους εμάζωξαν. Και την άλλη μέρα εστήσανε στον τοίχο τριάντα.
Μάνος Κατράκης: Προφητικόν
Διάρκεια: 3:22
Χρόνους πολλούς μετά την Αμαρτία που την είπανε Αρετή μέσα στις εκκλησίες και την ευλόγησαν. Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Που πρώτα θα κρατήσει τις αχτίδες του, σημάδι ότι καιρός να λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση. Και μετά θα μιλήσει, να πει: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; -Βλέπω τα έθνη, άλλοτες αλαζονικά, παραδομένα στη σφήκα και στο ξινόχορτο. -Βλέπω τα πελέκια στον αέρα σκίζοντας προτομές Αυτοκρατόρων και Στρατηγών. -Βλέπω τους εμπόρους να εισπράττουν σκύβοντας το κέρδος των δικών τους πτωμάτων. -Βλέπω την αλληλουχία των κρυφών νοημάτων. ...... Λείψανα παλιών άστρων και γωνιές αραχνιασμένες τ’ ουρανού σαρώνοντας η καταιγίδα που θα γεννήσει ο νους του ανθρώπου. Αλλά πριν, ιδού, θα περάσουν γενεές το αλέτρι τους πάνω στη στέρφα γης. Και κρυφά θα μετρήσουν την ανθρώπινη πραμάτεια τους οι Κυβερνήτες, κηρύσσοντας πολέμους. Όπου θα χορτασθούνε ο Χωροφύλακας και ο Στρατοδίκης. Αφήνοντας το χρυσάφι στους αφανείς, να εισπράξουν αυτοί τον μιστό της ύβρης και του μαρτυρίου. Και μεγάλα πλοία θ’ ανεβάσουν σημαίες, εμβατήρια θα πάρουν τους δρόμους, οι εξώστες να ράνουν με άνθη τον Νικητή. Που θα ζει στην οσμή των πτωμάτων. Και του λάκκου σιμά του το στόμα, το σκοτάδι θ’ ανοίγει στα μέτρα του, κράζοντας: εξόριστε Ποιητή, στον αιώνα σου, λέγε, τι βλέπεις; -Βλέπω τους Στρατοδίκες να καίνε σαν κεριά, στο μεγάλο τραπέζι της Αναστάσεως. -Βλέπω τους Χωροφυλάκους να προσφέρουν το αίμα τους, θυσία στην καθαρότητα των ουρανών. -Βλέπω τη διαρκή επανάσταση φυτών και λουλουδιών. ...... -Βλέπω ψηλά, μες στους αιθέρες, το Ερεχθείο των Πουλιών. ...... Και των αρχαίων Κυβερνητών τα έργα πληρώνοντας η Χτίσις, θα φρίξει. Ταραχή θα πέσει στον Άδη, και το σανίδωμα θα υποχωρήσει από την πίεση τη μεγάλη του ήλιου. Αλλά πριν, ιδού, θα στενάξουν οι νέοι, και το αίμα τους αναίτια θα γεράσει ...... Και θα ‘ρθουνε χρόνια χλωμά και αδύναμα μέσα στη γάζα. Και θα ‘χει καθένας τα λίγα γραμμάρια της ευτυχίας. Και θα ‘ναι τα πράγματα μέσα του κιόλας ωραία ερείπια. Τότε, μην έχοντας άλλη εξορία, που να θρηνήσει ο Ποιητής, την υγεία της καταιγίδας από τ’ ανοιχτά στήθη του αδειάζοντας, θα γυρίσει για να σταθεί στα ωραία μέσα ερείπια. Και τον πρώτο λόγο του ο στερνός των ανθρώπων θα πει, ν’ αψηλώσουν τα χόρτα, η γυναίκα στο πλάι του σαν αχτίδα του ήλιου να βγει. Και πάλι θα λατρέψει τη γυναίκα και θα την πλαγιάσει πάνου στα χόρτα καθώς που ετάχθη. Και θα λάβουνε τα όνειρα εκδίκηση, και θα σπείρουνε γενεές στους αιώνες των αιώνων!
Πηγή: Μίκη Θεοδωράκη ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ του Οδυσσέα Ελύτη (EMI 2MC)
Ειρήνη Παππά: Της Αγάπης Αίματα με Πορφύρωσαν
Διάρκεια: 1:13
ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ αίματα * με πορφύρωσαν Και χαρές ανείδωτες * με σκιάσανε Οξειδώθηκα μες στη * νοτιά των ανθρώπων Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο
Στ’ ανοιχτά του πέλαγου * με καρτέρεσαν Με μπομπάρδες τρικάταρτες * και μου ρίξανε Αμαρτία μου να ‘χα * κι εγώ μιαν αγάπη Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε * μισανοίξανε Τα μεγάλα μάτια της * μες στα σπλάχνα μου Την παρθένα ζωή μια * στιγμή να φωτίσουν Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο
Κι από τότε γύρισαν * καταπάνω μου Των αιώνων όργητες * ξεφωνίζοντας «Ο που σ’ είδε, στο αίμα * να ζει και στην πέτρα» Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο
Της πατρίδας μου πάλι * ομοιώθηκα Μες στις πέτρες άνθισα * και μεγάλωσα Των φονιάδων το αίμα * με φως ξεπληρώνω Μακρινή Μητέρα * Ρόδο μου Αμάραντο
Πηγή: Ανθολόγιο Νέου Ελληνισμού http://www.snhell.gr/anthology/content.asp?id=267&author_id=9
Διαβάζει ο ίδιος σε ηχογραφήσεις του 1951-1952. Πηγή: Caedmon Poetry, Carl Sandburg reads (2MC)
Ακούστε τον:
White Ash
There is a woman on Michigan Boulevard keeps a parrot and goldfish and two white mice. She used to keep a houseful of girls in kimonos and three pushbuttons on the front door. Now she is alone with a parrot and goldfish and two white mice … but these are some of her thoughts: The love of a soldier on furlough or a sailor on shore leave burns with a bonfire red and saffron. The love of an emigrant workman whose wife is a thousand miles away burns with a blue smoke. The love of a young man whose sweetheart married an older man for money burns with a sputtering uncertain flame. And there is a love … one in a thousand … burns clean and is gone leaving a white ash.… And this is a thought she never explains to the parrot and goldfish and two white mice.
They All Want to Play Hamlet
They all want to play Hamlet. They have not exactly seen their fathers killed Nor their mothers in a frame-up to kill, Nor an Ophelia dying with a dust gagging the heart, Not exactly the spinning circles of singing golden spiders, Not exactly this have they got at nor the meaning of flowers --O flowers, flowers slung by a dancing girl— in the saddest play the inkfish, Shakespeare ever wrote; Yet they all want to play Hamlet because it is sad like all actors are sad and to stand by an open grave with a joker’s skull in the hand and then to say over slow and say over slow wise, keen, beautiful words masking a heart that’s breaking, breaking, This is something that calls and calls to their blood. They are acting when they talk about it and they know it is acting to be particular about it and yet: They all want to play Hamlet.
Cahoots
Play it across the table. What if we steal this city blind? If they want anything let ‘em nail it down.
Harness bulls, dicks, front office men, And the high goats up on the bench, Ain’t they all in cahoots? Ain’t it fifty-fifty all down the line, Petemen, dips, boosters, stick-ups and guns—what’s to hinder?
Go fifty-fifty.
If they nail you call in a mouthpiece. Fix it, you gazump, you slant-head, fix it. Feed ‘em …
Nothin’ ever sticks to my fingers, nah, nah, nothin’ like that, But there ain’t no law we got to wear mittens—huh—is there? Mittens, that’s a good one—mittens!
There oughta be a law everybody wear mittens.
Mag
I wish to God I never saw you, Mag. I wish you never quit your job and came along with me. I wish we never bought a license and a white dress For you to get married in the day we ran off to a minister And told him we would love each other and take care of each other Always and always long as the sun and the rain lasts anywhere. Yes, I’m wishing now you lived somewhere away from here And I was a bum on the bumpers a thousand miles away dead broke. I wish the kids had never come And rent and coal and clothes to pay for And a grocery man calling for cash, Every day cash for beans and prunes. I wish to God I never saw you, Mag. I wish to God the kids had ...
Fog
The fog comes on little cat feet.
It sits looking over harbor and city on silent haunches and then moves on.
Ομίχλη
Η ομίχλη έρχεται γατοπατώντας.
Σαν σφίγγα κάθεται, προσέχει το λιμάνι και την πόλη και φεύγει πάλι.
Now get you to my lady's chamber, and tell her, let her paint an inch thick, to this favour she must come; make her laugh at that. [Hamlet, Act V, Scene I]
Ο Laurence Olivier (Αμλετ) και ο Stanley Holloway (Νεκροθάφτης), στην κινηματογραφική μεταφορά του Αμλετ (1948), σε σκηνοθεσία Laurence Olivier.
Ο Mel Gibson (Αμλετ) και ο Trevor Peacock (Νεκροθάφτης), στην κινηματογραφική μεταφορά του Αμλετ (1990), σε σκηνοθεσία Franco Zeffirelli.
Hamlet, Act V, Scene I
GRAVEDIGGER In youth, when I did love, did love, Methought it was very sweet, To contract, O, the time, for, ah, my behove, O, methought, there was nothing meet. But age, with his stealing steps, Hath claw'd me in his clutch, HAMLET Whose grave's this, sirrah? GRAVEDIGGER Mine, sir. HAMLET I think it be thine, indeed; for thou liest in't. GRAVEDIGGER You lie out on't, sir, and therefore it is not yours: for my part, I do not lie in't, and yet it is mine. HAMLET 'Thou dost lie in't, to be in't and say it is thine: 'tis for the dead, not for the quick; therefore thou liest. GRAVEDIGGER 'Tis a quick lie, sir; 'twill away gain, from me to you. HAMLET What man dost thou dig it for? GRAVEDIGGER For no man, sir. HAMLET What woman, then? GRAVEDIGGER For none, neither. HAMLET Who is to be buried in't? GRAVEDIGGER One that was a woman, sir; but, rest her soul, she's dead. HAMLET How absolute the knave is! we must speak by the card, or equivocation will undo us. How long hast thou been a grave-maker? GRAVEDIGGER Of all the days i' the year, I came to't that day that our last king Hamlet overcame Fortinbras. HAMLET How long is that since? GRAVEDIGGER Cannot you tell that? every fool can tell that: it was the very day that young Hamlet was born; he that is mad, and sent into England. HAMLET Ay, marry, why was he sent into England? GRAVEDIGGER Why, because he was mad: he shall recover his wits there; or, if he do not, it's no great matter there. HAMLET Why? GRAVEDIGGER 'Twill, a not be seen in him there; there the men are as mad as he. HAMLET How came he mad? GRAVEDIGGER Very strangely, they say. HAMLET How strangely? GRAVEDIGGER Faith, e'en by losing his wits. HAMLET Upon what ground? GRAVEDIGGER Why, here in Denmark. HAMLET How long will a man lie i' the earth ere he rot? GRAVEDIGGER I' faith, if he be not rotten before he die he will last you some eight year or nine year: a tanner will last you nine year. HAMLET Why he more than another? GRAVEDIGGER Why, sir, his hide is so tanned with his trade, that he will keep out water a great while; and your water is a sore decayer of your whoreson dead body. Here's a skull now; this skull has lain in the earth three and twenty years. HAMLET Whose was it? GRAVEDIGGER A whoreson mad fellow's it was: whose do you think it was? HAMLET Nay, I know not. GRAVEDIGGER A pestilence on him for a mad rogue! a' poured a flagon of Rhenish on my head once. This same skull, sir, was Yorick's skull, the king's jester. HAMLET This? GRAVEDIGGER E'en that. HAMLET Let me see. Alas, poor Yorick! I knew him, Horatio: a fellow of infinite jest, of most excellent fancy: he hath borne me on his back a thousand times; and now, how abhorred in my imagination it is! my gorge rises at it. Here hung those lips that I have kissed I know not how oft. Where be your gibes now? your gambols? your songs? your flashes of merriment, that were wont to set the table on a roar? Not one now, to mock your own grinning? quite chap-fallen? Now get you to my lady's chamber, and tell her, let her paint an inch thick, to this favour she must come; make her laugh at that.
... ΜΑΛΒΟΛΙΟΣ Πως η ψυχή της γιαγιάς μας μπορεί να κατοικεί μέσα σ’ ένα πουλί. ΦΕΣΤΑΣ Ποία είναι η γνώμη σου διά την θεωρίαν αυτήν; ΜΑΛΒΟΛΙΟΣ Δεν επιδοκιμάζω καθόλου την θεωρίαν. ΦΕΣΤΑΣ Τότε, χαίρετε. Δεν μπορώ να εγγυηθώ για το μυαλό σου, προτού παραδεχθείς την γνώμη του Πυθαγόρα, και να φοβάσαι να σκοτώσεις μια μπεκάτσα για να μην ξεσπιτώσεις την ψυχή της γιαγιάς σου. Γειά σου! ...
Ακούστε την Δωδέκατη Νύχτα του William Shakespeare σε ηχογράφηση του 1956.
Διανομή Ορσίνος, Δούκας της Ιλλυρίας.........Βύρων Πάλλης Κούριος, ακόλουθος του Δούκα........Φραγκούλης Φραγκούλης Βαλεντίνος, ακόλουθος του Δούκα...Κυριάκος Σαράντης Βιόλα/Καισάριος...............................Αντιγόνη Βαλάκου Μαρία, υπηρέτρια της Ολίβιας...........Μαρία Αλκαίου Κυρ-Τόμπης, θείος της Ολίβιας..........Παντελής Ζερβός Κυρ-Αντρέας, φίλος του κυρ-Τόμπη..Μιχάλης Καλογιάννης Φέστας, υπηρέτης της Ολίβιας...........Γιώργος Γληνός Ολίβια, μια πλούσια κοντέσσα...........Ελένη Χατζηαργύρη Σεβαστιανός, αδελφός της Βιόλας.....Νίκος Φιλιππόπουλος Αντώνης, καπετάνιος, φίλος του Σεβαστιανού..Τίτος Βανδής Φάβας, υπηρέτης της Ολίβιας.............Δημήτρης Χατζημάρκος Παπάς.................................................Γιώργος Πλούτης Μαλβόλιος, επιστάτης της Ολίβιας.....Θεόδωρος Αρώνης
Ο Langston Hughes (1902-1967) διαβάζει 3 ποιήματά του.
Ακούστε τον:
The Negro Speaks of Rivers
I’ve known rivers: I’ve known rivers ancient as the world and older than the flow of human blood in human veins.
My soul has grown deep like the rivers.
I bathed in the Euphrates when dawns were young. I built my hut near the Congo and it lulled me to sleep. I looked upon the Nile and raised the pyramids above it. I heard the singing of the Mississippi when Abe Lincoln went down to New Orleans, and I’ve seen its muddy bosom turn all golden in the sunset.
I’ve known rivers: Ancient, dusky rivers.
My soul has grown deep like the rivers.
Trumpet Player
The Negro With the trumpet at his lips Has dark moons of weariness Beneath his eyes where the smoldering memory of slave ships Blazed to the crack of whips about his thighs
The Negro with the trumpet at his lips has a head of vibrant hair tamed down, patent-leathered now until it gleams like jet— were jet a crown the music from the trumpet at his lips is honey mixed with liquid fire the rhythm from the trumpet at his lips is ecstasy distilled from old desire—
Desire that is longing for the moon where the moonlight’s but a spotlight in his eyes, desire that is longing for the sea where the sea’s a bar-glass sucker size
The Negro with the trumpet at his lips whose jacket Has a fine one-button roll, does not know upon what riff the music slips
It’s hypodermic needle to his soul but softly as the tune comes from his throat trouble mellows to a golden note
Merry-Go-Round
Where is the Jim Crow section On this merry-go-round, Mister, cause I want to ride? Down South where I come from White and colored Can’t sit side by side. Down South on the train There’s a Jim Crow car. On the bus we’re put in the back— But there ain’t no back To a merry-go-round! Where’s the horse For a kid that’s black?
Η Hildegard Knef, η Anne Kerry Ford, η Juliette Greco και η Μαρία Φαραντούρη ερμηνεύουν την "Τζέννυ των πειρατών" από την "Οπερα της Πεντάρας" των Μπέρτολτ Μπρεχτ και Κουρτ Βάιλ.
Δείτε και ακούστε την Hildegard Knef:
http://www.youtube.com/hoffmann9471
Seeräuber Jenny
Meine Herren, heute sehen Sie mich Gläser abwaschen Und ich mache das Bett für jeden. Und Sie geben mir einen Penny und ich bedanke mich schnell Und Sie sehen meine Lumpen und dies lumpige Hotel Und Sie wissen nicht, mit wem Sie reden. Aber eines Abends wird ein Geschrei sein am Hafen Und man fragt: Was ist das für ein Geschrei? Und man wird mich lächeln sehn bei meinen Gläsern Und man sagt: Was lächelt die dabei? Und ein Schiff mit acht Segeln Und mit fünfzig Kanonen Wird liegen am Kai.
Man sagt: Geh, wisch deine Gläser, mein Kind Und man reicht mir den Penny hin. Und der Penny wird genommen, und das Bett wird gemacht! (Es wird keiner mehr drin schlafen in dieser Nacht.) Und sie wissen immer noch nicht, wer ich bin. Aber eines Abends wird ein Getös sein am Hafen Und man fragt: Was ist das für ein Getös? Und man wird mich stehen sehen hinterm Fenster Und man sagt: Was lächelt die so bös? Und das Schiff mit acht Segeln Und mit fünfzig Kanonen Wird beschiessen die Stadt.
Meine Herren, da wird ihr Lachen aufhören Denn die Mauern werden fallen hin Und die Stadt wird gemacht dem Erdboden gleich. Nur ein lumpiges Hotel wird verschont von dem Streich Und man fragt: Wer wohnt Besonderer darin? Und in dieser Nacht wird ein Geschrei um das Hotel sein Und man fragt: Warum wird das Hotel verschont? Und man wird mich sehen treten aus der Tür am Morgen Und man sagt: Die hat darin gewohnt? Und das Schiff mit acht Segeln Und mit fünfzig Kanonen Wird beflaggen den Mast.
Und es werden kommen hundert gen Mittag an Land Und werden in den Schatten treten Und fangen einen jeglichen aus jeglicher Tür Und legen ihn in Ketten und bringen vor mir Und fragen: Welchen sollen wir töten? Und an diesem Mittag wird es still sein am Hafen Wenn man fragt, wer wohl sterben muss. Und dann werden Sie mich sagen hören: Alle! Und wenn dann der Kopf fällt, sag ich: Hoppla! Und das Schiff mit acht Segeln Und mit fünfzig Kanonen Wird entschwinden mit mir.
Δείτε και ακούστε την Anne Kerry Ford:
http://www.youtube.com/rbsinger
Pirate Jenny
You people can watch while I’m scrubbing these floors And I’m scrubbin’ the floors while you’re gawking Maybe once ya tip me and it makes ya feel swell In this crummy Southern town, in this crummy old hotel But you’ll never guess to who you’re talkin’. No. You couldn’t ever guess to who you’re talkin’. Then one night there’s a scream in the night And you’ll wonder who could that have been And you see me kinda grinnin’ while I’m scrubbin’ And you say, "What’s she got to grin?" I’ll tell you.
There’s a ship, the black freighter with a skull on its masthead will be coming in.
You gentlemen can say, "Hey gal, finish them floors! Get upstairs! What’s wrong with you! Earn your keep here! You toss me your tips and look out to the ships But I’m counting your heads as I’m making the beds Cuz there’s nobody gonna sleep here, honey Nobody! Nobody! Then one night there’s a scream in the night And you say, "Who’s that kicking up a row?" And ya see me kinda starin’ out the winda And you say, "What’s she got to stare at now?" I’ll tell ya.
There’s a ship, the black freighter turns around in the harbor shootin’ guns from her bow
Now you gentlemen can wipe that smile off your face ‘Cause every building in town is a flat one This whole frickin’ place will be down to the ground Only this cheap hotel standing up safe and sound And you yell, "Why do they spare that one?" Yes, that’s what you say. "Why do they spare that one?" All the night through, through the noise and to-do You wonder who is that person that lives up there? And you see me stepping out in the morning Looking nice with a ribbon in my hair.
And the ship, the black freighter runs a flag up its masthead and a cheer rings the air
By noontime the dock is a-swarmin’ with men comin’ out from the ghostly freighter They move in the shadows where no one can see And they’re chainin’ up people and they’re bringin’ em to me askin’ me, "Kill them NOW, or LATER?" Askin’ ME! "Kill them now, or later?" Noon by the clock and so still by the dock You can hear a foghorn miles away And in that quiet of death I’ll say, "Right now. Right now!" Then they’ll pile up the bodies And I’ll say, "That’ll learn ya!"
And the ship, the black freighter disappears out to sea And on it is me.
English translation by Marc Blitzstein (1954)
Ακούστε την Juliette Greco:
La fiancée du pirate
Oui c’est moi qui lave les verres et les plats On m’appelle une Marie-couche-toi là Quand on me donne un penny Faut encore que j’dise merci Me v’là en habits loqu’teux Au fond d’cet hôtel miteux Vous n’savez pas aujourd’hui qui je suis Vous n’savez pas aujourd’hui qui je suis
Mais un soir, un beau soir Grand branle-bas Les gens courent sur la rive, Disant : Voyez qui arrive ! Et moi je sourirai pour la première fois On dira : Voilà que tu souris, toi ?
Un navire de haut bord Cent canons aux sabords Entrera dans le port !
Moi toujours je laverai Les verres et les plats J’serai toujours une Marie-couche-toi là Quand on m’donnera un penny Toujours je dirai merci J’gardrai mes habits loqu’teux Au fond d’cet hôtel miteux Et demain, demain comme aujourd’hui Vous ne saurez toujours pas qui je suis !
Mais un soir, ce beau soir pour qui je vis Voilà que les canons S’éveilleront et tonneront Pour la première fois, j’éclaterai de rire Quoi méchante, t’as le coeur à rire ?
Le navire du haut bord Cent canons aux sabords Bombardera le port !
Alors viendront à terre les matelots Plus de cent, ils marqueront d’une croix de sang Chaque maison, chaque porte Et c’est devant moi qu’on apporte Enchaînés, implorants, mutilés et saigneux Vos pareils, tous vos pareils, beaux messieurs ! Vos pareils, tous vos pareils, beaux messieurs !
Alors paraîtra celui que j’attends, il me dira : Qui veux-tu de tous ces gens que je tue ? Et moi je répondrai doucement : Tue-les tous! Chaque tête qui tombera Je battrai des mains, hop là !
Et le navire du haut bord Loin de la ville où tout sera mort M’emportera vers la vie !
Ακούστε και την Μαρία Φαραντούρη:
Υ.Γ. Ο Fiboid Studge ξεχωρίζει την ερμηνεία της Anne Kerry Ford (και μετράει κεφάλια). Υ.Υ.Γ. Μπορείτε να δείτε και να ακούσετε και την Lotte Lenya στο youtube.
Ο Philippe Garnier διαβάζει το ποίημα του Jacques Prévert (1900-1977) “Les belles familles”.
Ακούστε τον:
Louis I Louis II Louis III Louis IV Louis V Louis VI Louis VII Louis VIII Louis IX Louis X (dit le Hutin) Louis XI Louis XII Louis XIII Louis XIV Louis XV Louis XVI ... Louis XVIII
et plus personne plus rien... qu’est-ce que c’est que ces gens-là qui ne sont pas foutus de compter jusqu’à vingt?
Πηγή: Prévert, Festival poétique, Hachette 1980 (2 MC)
Υ.Γ. Ο Filboid Studge απαριθμεί τους Λουδοβίκους των ελληνικών πολιτικών οικογενειών, που ξέρουν πολύ καλά να μετράνε, και συνωστίζεται με το πλήθος, που επίσης ξέρει πολύ καλά να μετράει, μπροστά από την επερχόμενη εκλογική γκιλλοτίνα. Χράπ! Au suivant!
OTHELLO Soft you; a word or two before you go. I have done the state some service, and they know’t. No more of that. I pray you, in your letters, When you shall these unlucky deeds relate, Speak of me as I am; nothing extenuate, Nor set down aught in malice. Then must you speak Of one that loved not wisely but too well; Of one not easily jealous, but, being wrought, Perplex’d in the extreme; of one whose hand, Like the base Indian, threw a pearl away Richer than all his tribe; of one whose subdued eyes, Albeit unused to the melting mood, Drop tears as fast as the Arabian trees Their medicinal gum. Set you down this; And say besides, that in Aleppo once, Where a malignant and a turban’d Turk Beat a Venetian and traduced the state, I took by the throat the circumcised dog And smote him, thus. (Stabs himself.)
LODOVICO O bloody period!
GRATIANO All that’s spoke is marr’d.
OTHELLO I kiss’d thee ere I kill’d thee. No way but this, Killing myself, to die upon a kiss. (Falls on the bed, and dies.)
Ακούστε τον Patrick Wymarck, στον ρόλο του Βρούτου, να μεταστρέφει, με επιχειρήματα, τους εχθρικά διακείμενους Ρωμαίους πολίτες, και να τούς πείθει ότι ο φόνος του Καίσαρα ήταν αναγκαίος, και ότι οι δράστες είναι σωτήρες της Πατρίδος. Ακούστε στην συνέχεια τον Peter Finch, στον ρόλο του Μάρκου Αντώνιου, να ανα-μεταστρέφει, με συναισθηματικές εκκλήσεις και παροχές, τους άρτι μεταστραφέντες Ρωμαίους πολίτες, και να τούς πείθει ότι ο φόνος του Καίσαρα ήταν στυγερό έγκλημα, και ότι οι δράστες είναι εχθροί της Πατρίδος.
Διάρκεια: 12.20 Πηγή: Julius Caesar, The Living Shakespeare Series (1LP) Condensed Performance, directed by Dennis Vance
Julius Caesar, Act III, Sc. II
The Forum. Enter Brutus and Cassius, and a throng of Citizens.
CITIZENS We will be satisfied! Let us be satisfied!
BRUTUS Then follow me and give me audience, friends. And public reasons shall be rendered Of Caesar’s death.
CITIZEN The noble Brutus is ascended. Silence!
BRUTUS Be patient till the last. Romans, countrymen, and lovers! Hear me for my cause, and be silent, that you may hear. If there be any in this assembly, any dear friend of Caesar’s, To him I say that Brutus’ love to Caesar was no less than his. If then that friend demand why Brutus rose against Caesar, This is my answer: Not that I loved Caesar less, but that I loved Rome more. Had you rather that Caesar were living and die all slaves, Than that Caesar were dead to live all freemen? As Caesar loved me, I weep for him; As he was fortunate, I rejoice at it; As he was valiant, I honour him; But as he was ambitious, I slew him. There is tears for his love, joy for his fortune, Honour for his valour, and death for his ambition. Who is here so base that would be a bondman? If any, speak, for him have I offended. Who is here so rude that would not be a Roman? If any, speak, for him have I offended. Who is here so vile that will not love his country? If any, speak, for him have I offended. I pause for a reply.
ALL None, Brutus, none.
BRUTUS Then none have I offended. Enter Antony and others, with Caesar’s body. Here comes his body, mourned by Mark Antony, who, though he Had no hand in his death, shall receive the benefit of his dying, A place in the commonwealth, as which of you shall not? With this I depart- that, as I slew my best lover for the good of Rome, I have the same dagger for myself, when it shall please my country to need my death.
ALL Live, Brutus, live, live!
CITIZEN Peace! Silence! Peace, ho!
BRUTUS Good countrymen, let me depart alone, And, for my sake, stay here with Antony. Do grace to Caesar’s corse, and grace his speech Tending to Caesar’s glories, which Mark Antony, By our permission, is allow’d to make. I do entreat you, not a man depart, Save I alone, till Antony have spoke. Exit.
CITIZEN Peace! Let us hear what Antony can say.
ANTONY You gentle Romans-
ALL Peace, ho! Let us hear him.
ANTONY Friends, Romans, countrymen, lend me your ears! I come to bury Caesar, not to praise him. The evil that men do lives after them, The good is oft interred with their bones; So let it be with Caesar. The noble Brutus Hath told you Caesar was ambitious; If it were so, it was a grievous fault, And grievously hath Caesar answer’d it. Here, under leave of Brutus and the rest- For Brutus is an honourable man; So are they all, all honourable men- Come I to speak in Caesar’s funeral. He was my friend, faithful and just to me; But Brutus says he was ambitious, And Brutus is an honourable man. He hath brought many captives home to Rome, Whose ransoms did the general coffers fill. Did this in Caesar seem ambitious? When that the poor have cried, Caesar hath wept; Ambition should be made of sterner stuff: Yet Brutus says he was ambitious, And Brutus is an honourable man. You all did see that on the Lupercal I thrice presented him a kingly crown, Which he did thrice refuse. Was this ambition? Yet Brutus says he was ambitious, And sure he is an honourable man. I speak not to disprove what Brutus spoke, But here I am to speak what I do know. You all did love him once, not without cause; What cause withholds you then to mourn for him? O judgement, thou art fled to brutish beasts, And men have lost their reason. Bear with me; My heart is in the coffin there with Caesar, And I must pause till it come back to me.
CITIZEN There’s not a nobler man in Rome than Antony.
CITIZEN Now mark him, he begins again to speak.
ANTONY But yesterday the word of Caesar might Have stood against the world. Now lies he there, And none so poor to do him reverence. O masters! If I were disposed to stir Your hearts and minds to mutiny and rage, I should do Brutus wrong and Cassius wrong, Who, you all know, are honourable men. I will not do them wrong; I rather choose To wrong the dead, to wrong myself and you, Than I will wrong such honourable men. But here’s a parchment with the seal of Caesar; I found it in his closet, ‘tis his will. Let but the commons hear this testament- Which, pardon me, I do not mean to read- And they would go and kiss dead Caesar’s wounds And dip their napkins in his sacred blood, Yea, beg a hair of him for memory, And, dying, mention it within their wills, Bequeathing it as a rich legacy Unto their issue.
CITIZEN We’ll hear the will. Read it, Mark Antony.
ALL The will, the will! We will hear Caesar’s will.
ANTONY Have patience, gentle friends, I must not read it; It is not meet you know how Caesar loved you. You are not wood, you are not stones, but men; And, being men, hearing the will of Caesar, It will inflame you, it will make you mad. ‘Tis good you know not that you are his heirs, For if you should, O, what would come of it!
CITIZEN Read the will; we’ll hear it, Antony. You shall read us the will, Caesar’s will.
ANTONY Will you be patient? Will you stay awhile? I have o’ershot myself to tell you of it. I fear I wrong the honourable men Whose daggers have stabb’d Caesar; I do fear it.
ALL The will!
ANTONY You will compel me then to read the will? Then make a ring about the corse of Caesar, And let me show you him that made the will. Shall I descend? And will you give me leave?
ALL Come down.
CITIZEN Room for Antony, most noble Antony.
ANTONY Nay, press not so upon me, stand far off.
ALL Stand back; room, bear back!
ANTONY If you have tears, prepare to shed them now. You all do know this mantle. I remember The first time ever Caesar put it on; ‘Twas on a summer’s evening, in his tent, That day he overcame the Nervii. Look, in this place ran Cassius’ dagger through; See what a rent the envious Casca made; Through this the well-beloved Brutus stabb’d; And as he pluck’d his cursed steel away, Mark how the blood of Caesar follow’d it, As rushing out of doors, to be resolved If Brutus so unkindly knock’d, or no; For Brutus, as you know, was Caesar’s angel. Judge, O you gods, how dearly Caesar loved him! This was the most unkindest cut of all; For when the noble Caesar saw him stab, Ingratitude, more strong than traitors’ arms, Quite vanquish’d him. Then burst his mighty heart, And, in his mantle muffling up his face, Even at the base of Pompey’s statue, Which all the while ran blood, great Caesar fell. O, what a fall was there, my countrymen! Then I, and you, and all of us fell down, Whilst bloody treason flourish’d over us. O, now you weep, and I perceive you feel The dint of pity. These are gracious drops. Kind souls, what weep you when you but behold Our Caesar’s vesture wounded? Look you here, Here is himself, marr’d, as you see, with traitors.
CITIZEN We will be revenged.
ALL Revenge! About! Seek! Burn! Fire! Kill! Slay! Let not a traitor live!
ANTONY Stay, countrymen.
CITIZEN Peace there! Hear the noble Antony.
SECOND CITIZEN We’ll hear him, we’ll follow him, we’ll die with him.
ANTONY Good friends, sweet friends, let me not stir you up To such a sudden flood of mutiny. They that have done this deed are honourable. What private griefs they have, alas, I know not, That made them do it. They are wise and honourable, And will, no doubt, with reasons answer you. I come not, friends, to steal away your hearts. I am no orator, as Brutus is; But, as you know me all, a plain blunt man, That love my friend, and that they knew full well That gave me public leave to speak of him. For I have neither wit, nor words, nor worth, Action, nor utterance, nor the power of speech, To stir men’s blood. I only speak right on; I tell you that which you yourselves do know; Show you sweet Caesar’s wounds, poor, poor dumb mouths, And bid them speak for me. But were I Brutus, And Brutus Antony, there were an Antony Would ruffle up your spirits and put a tongue In every wound of Caesar that should move The stones of Rome to rise and mutiny.
ALL We’ll mutiny.
CITIZEN We’ll burn the house of Brutus.
CITIZEN Away, then! Come, seek the conspirators.
ANTONY Yet hear me, countrymen; yet hear me speak.
ALL Peace, ho! Hear Antony, most noble Antony!
ANTONY Why, friends, you go to do you know not what. Wherein hath Caesar thus deserved your loves? Alas, you know not; I must tell you then. You have forgot the will I told you of.
ALL Most true, the will! Let’s stay and hear the will.
ANTONY Here is the will, and under Caesar’s seal. To every Roman citizen he gives, To every several man, seventy-five drachmas.
CITIZEN Most noble Caesar! We’ll revenge his death.
CITIZEN O royal Caesar!
ANTONY Hear me with patience.
ALL Peace, ho!
ANTONY Moreover, he hath left you all his walks, His private arbors, and new-planted orchards, On this side Tiber; he hath left them you, And to your heirs forever- common pleasures, To walk abroad and recreate yourselves. Here was a Caesar! When comes such another?
CITIZEN Never, never. Come, away, away! We’ll burn his body in the holy place And with the brands fire the traitors’ houses. Take up the body.
CITIZEN Go fetch fire.
CITIZEN. Pluck down benches.
CITIZEN Pluck down forms, windows, anything. Exeunt Citizens with the body.
Υ.Γ. Ο Filboid Studge διατυπώνει εγκαίρως το προφανές πολιτικό συμπέρασμα: ούτε Βρούτος, ούτε Αντώνιος. Σπάρτακος!!!
MACBETH She should have died hereafter; There would have been a time for such a word. Tomorrow, and tomorrow, and tomorrow Creeps in this petty pace from day to day To the last syllable of recorded time; And all our yesterdays have lighted fools The way to dusty death. Out, out, brief candle! Life's but a walking shadow, a poor player That struts and frets his hour upon the stage And then is heard no more. It is a tale Told by an idiot, full of sound and fury, Signifying nothing.
Γιάννης Ψυχοπαίδης, Κορίτσι σε Μπλε Φόντο – Μεταξοτυπία, 2003
Ο Sting ερμηνεύει (σε αγγλική απόδοση) το Σονέτο Νο. 27 από τα «Εκατό ερωτικά σονέτα» (1959) του Pablo Neruda (1904-1973)
Ακούστε τον:
Πηγή: Poems by Pablo Neruda – Il Postino (1CD)
Love Sonnet XXVII – Morning
Naked you are simple as one of your hands, smooth, earthly, small, transparent, round, your moon-lines, apple-pathways, naked you are slender as a naked grain of wheat.
Naked you are blue as a night in Cuba, you have vines and stars in your hair, naked you are spacious and yellow, summer in a golden church.
Naked you are tiny as one of your nails, curved, subtle, rosy, till the day is born, and you withdraw to the underground world
as if down a long tunnel of clothing and of chores: your clear light dims, gets dressed, drops its leaves and becomes a naked hand again.
Ο Filboid Studge σημειώνει: Δεν μού είναι γνωστό το όνομα του μεταφραστού.
SONETO XXVII - Mañana
Desnuda eres tan simple como una de tus manos, lisa, terrestre, mínima, redonda, transparente, tienes líneas de luna, caminos de manzana, desnuda eres delgada como el trigo desnudo.
Desnuda eres azul como la noche en Cuba, tienes enredaderas y estrellas en el pelo, desnuda eres enorme y amarilla como el verano en una iglesia de oro.
Desnuda eres pequeña como una de tus uñas, curva, sutil, rosada hasta que nace el día y te metes en el subterráneo del mundo
como en un largo túnel de trajes y trabajos: tu claridad se apaga, se viste, se deshoja y otra vez vuelve a ser una mano desnuda.
Διαβάστε και την απόδοση στα ελληνικά του Γιώργου Κεντρωτή στο Αλωνάκι της Ποίησης.
Ακούστε την τελευταία σκηνή από την Οπερα των Paul Dessau και Bertolt Brecht, «Η Καταδίκη του Λούκουλλου», όπου το Δικαστήριο των Σκιών του Κάτω Κόσμου κρίνει τις πράξεις του Ρωμαίου στρατηγού και τον καταδικάζει στην Ανυπαρξία. Η γαστρονομία του Λούκουλλου θεωρήθηκε ελαφρυντικό στοιχείο, (ακούς Αθήναιε; ), όπως επίσης και το ότι έφερε την κερασιά από την Ασία στην Ρώμη, δεν ανέτρεψε όμως την τελική καταδικαστική απόφαση.
Die Verurteilung des Lukullus (1951) XII Das Urteil
Διάρκεια: 9:20
KOMMENTIERENDE FRAUENSTIMME Aufspringt die Schöffin, einst Fischweib am Markte:
DAS FISCHWEIB Fandet ihr also Doch noch einen Pfennig in den Blutigen Händen? Besticht auch der Räuber Das Gericht mit der Beute?
DER LEHRER Ein Kirschbaum! Ein Kirschbaum! Die Eroberung Hätte er machen können nur mit Einem Mann! Aber achtzigtausend Aber achtzigtausend Shickte er hier herunter.
DER BÄCKER Wieviel Sollen sie bezahlen oben Für ein Glas voll Wein und einen Wecken?
DIE KURTISANE Sollen sie ewig, bei einer Frau zu liegen, die Haut Zu Markt tragen müssen? Ins Nichts mit ihm!
DAS FISCHWEIB Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts!
DER LEHRER Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
DER BÄCKER Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
ALLE Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts! Ins Nichts! Ins Nichts!
SPRECHER DES TOTENGERICHTS Und sie sehen auf den Bauern Den Lober des Kirschbaums: Bauer, was sagst du?
DER BAUER (gesprochen) Achtzigtausend Menschen für einen Kirschbaum! (gesungen) Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
TOTENRICHTER Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts! Denn Immer mit all der Gewalt und Eroberung Wächst nur ein Reich an: Das Reich der Schatten.
DIE SCHÖFFEN Und voll schon Ist unser graues Unten mit Halbgelebten Leben.
DER BAUER Hier doch Haben wir keine Pflüge den nervigen Armen.
DIE SCHÖFFEN Noch Hungrige Münder, deren ihr Oben so viele habt! Was als Staub Können wir häufen auf die Achtzigtausend Dahingeschlachteten! Und ihr Oben braucht Häuser! Wie oft noch Sollen wir ihnen begegnen auf unsern Nirgendhin führenden Pfaden und ihre eifrigen Furchtbaren Fragen hören, wie Der Sommer der Jahre aussieht, und der Herbst Und der Winter?
SPRECHER DES TOTENGERICHTS (laut) Es melden sich die Gefallenen Der asiatischen Legionen (Römische Legionäre in Formation treten auf)
DIE LEGIONÄRE Im Rock des Räubers In des Mordbrenners Beutezug Sind wir gefallen Die Söhne des Volkes.
ALLE Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts mit ihm! Ah ja, ins Nichts! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
DIE LEGIONÄRE Wie der Wolf Der in die Hürde bricht Und muß erschlagen werden Sind wir erschlagen worden in seinem Dienst.
ALLE Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts mit ihm! Ah ja, ins Nichts! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
DIE LEGIONÄRE Hätten wir doch Hätten wir doch Den Dienst des Angreifers gekündigt! Hätten wir doch Uns den Verteidigern gesellt!
ALLE Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts mit ihm! Ah ja, ins Nichts! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts mit ihm! Ins Nichts!
SPRECHER DES TOTENGERICHTS (laut) Und es schreien Die Sklaven, die Friesschlepper:
DIE SKLAVEN Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts mit ihm! Wie lange noch Sitzen sie, er und die Seinen Unmenschliche über den Menschen und heben Die faulen Hände und werfen in blutigen Kriegen die Völker gegeneinander? Wie lange noch Wie lange noch Dulden wir und dulden die Unsern sie?
ALLE Ah ja, ins Nichts mit ihm und ins Nichts mit Allen wie er! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts! Ins Nichts! Ins Nichts! Ins Nichts! Ah ja, ins Nichts mit ihm! Ins Nichts! Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts! Ins Nichts! Ah ja, ins Nichts! Ins Nichts! Ins Nichts!
SPRECHER DES TOTENGERICHTS Und vom hohen Gestühle erheben sich Die Fürsprecher der Nachwelt Der mit den vielen Händen zu nehmen Der mit den vielen Mündern zu essen Der eifrig sammelnden Gern lebenden Nachwelt.
Πηγή: Paul Dessau/Bertolt Brecht, Die Verurteilung des Lukullus, Oper in 12 Szenen Rundfunk-Sinfonie-Orchester Leipzig, Herbert Kegel, 1964 (2CD)