Thursday, March 16, 2006

Πρωινό ξύπνημα: Δείτε το κι έτσι!

Richard Wilbur (1921- )

Love Calls Us to the Things of This World

The eyes open to a cry of pulleys,
And spirited from sleep, the astounded soul
Hangs for a moment bodiless and simple
As false dawn.
Outside the open window
The morning air is all awash with angels.

Some are in bed-sheets, some are in blouses,
Some are in smocks: but truly there they are.
Now they are rising together in calm swells
Of halcyon feeling, filling whatever they wear
With the deep joy of their impersonal breathing;

Now they are flying in place, conveying
The terrible speed of their omnipresence, moving
And staying like white water; and now of a sudden
They swoon down into so rapt a quiet
That nobody seems to be there.
The soul shrinks

From all that is about to remember,
From the punctual rape of every blessed day,
And cries,
“Oh, let there be nothing on earth but laundry,
Nothing but rosy hands in the rising steam
And clear dances done in the sight of heaven.”

Yet, as the sun acknowledges
With a warm look the world's hunks and colors,
The soul descends once more in bitter love
To accept the waking body, saying now
In a changed voice as the man yawns and rises,

“Bring them down from their ruddy gallows;
Let there be clean linen for the backs of thieves;
Let lovers go fresh and sweet to be undone,
And the heaviest nuns walk in a pure floating
Of dark habits,
keeping their difficult balance.”

Ακούστε τον Richard Wilbur να διαβάζει το ποίημα:

Get this widget | Track details | eSnips Social DNA



Η αγάπη μάς καλεί στα πράγματα του κόσμου τούτου

Τα μάτια ανοίγουν με το σφύριγμα του σχοινιού της απλώστρας,
κι η έκπληκτη ψυχή, αναθαρρεύοντας απ’ τον ύπνο
αιωρείται για λίγο, ασώματη κι αθώα,
σα χάραμα που δε λέει νά’ρθει.
Εξω απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
άγγελοι πλημμυρίζουν τον πρωινό αέρα.

Κάποιοι είναι με σεντόνια, άλλοι με φόρμες,
άλλοι με ποδιές, νάτοι όλοι εδώ.
Νά, σηκώνονται σαν ήρεμα κύματα,
γαλήνιοι. Ο,τι φορούν φουσκώνει
με τη βαθειά χαρά της απρόσωπης ανάσας τους.

Νά, ίπτανται ακίνητοι, με ταχύτητα τρομακτική,
πανταχού παρόντες, σαν δίνη νερού αφρισμένου.
Και ξαφνικά βυθίζονται σ’ εκστατική ηρεμία,
λες κι έχουν φύγει.
Η ψυχή διστάζει

πάνω που είναι έτοιμη να θυμηθεί, κι αποτραβιέται
μπροστά στον βέβαιο βιασμό που φέρνει κάθε άγια ημέρα.
Φωνάζει,
«Αχ, μακάρι νάτανε πάνω στη γη μόνο μπουγάδες,
μονάχα χέρια ρόδινα κι αχνός που ανεβαίνει
και χοροί διάφανοι στου ουρανού τη θέα.»

Ωστόσο, καθώς ο ήλιος αγκαλιάζει
με βλέμμα ζεστό τους τόπους και τα χρώματα του κόσμου,
η ψυχή και πάλι κατεβαίνει, και με πικρή αγάπη
δέχεται το σώμα που ξυπνάει,
και σαν ο άνθρωπος σηκώνεται και χασμουριέται,
λέει με φωνή αλλαγμένη,

«Αχ, κατεβάστε, κατεβάστε τους απ’ τη φρικτή αγχόνη
και δώστε στους ληστές καθαρά ασπρόρρουχα.
Ας πάνε αγνοί κι ωραίοι οι εραστές στη συμφορά τους,
δές, πώς κι οι βαρειές, βαρύτατες καλόγριες βαδίζουν με αέρινο κυμάτισμα
των μαύρων ιματίων,
κρατώντας δύσκολη ισορροπία.»

FS/PYNCH-IX-2005

4 comments:

Anonymous said...

Θα σε pinch εγω μεχρι να πεις ημαρτον

Anonymous said...

...ομως μια υπεροχη δηλωση χρειαζεται απαντηση, ωστε...

I’VE BROUGHT THIS SUMMER JUST FOR YOU


Your chest’s meadow has dried up
You don’t write letters these days
There’s a tumult of tears
In your tempered letters
Your body’s so tender; it makes me
Want to cover you with many arms

There is no one else on this summer street, except
The postman carrying his bag of strangled letters,
And the girl who’s lost her childhood secrets
When the strange bird of summer
That drinks up all the streams in one swift gulp
Arrives quietly, the rocks too come awake
Children refuse to play
Beneath the sun that daily soaks in blood and rises
Inside an empty house,
The telephone’s been ringing for a long time now
Girls’ eyes are afloat in the haze

In an earlier summer, too hot
For trees to stand their ground,
You had called my body a live expanse
I found, when I awoke from sleep,
That the handbag where
I had stashed away your kisses
And our quarrels stiff with the salt of tears,
Had been opened
This summer that brings to mind
A doused lamp’s acrid smell,
I’ve brought along just for you
Do write me letters. Do.

του/της Kutti Revathi

Anonymous said...

Ε τότε "δείτε το κι έτσι", (σαν απειλή..)

TO --

Sleep on, sleep on, another hour —
I would not break so calm a sleep,
To wake to sunshine and to show'r,
To smile and weep.

Sleep on, sleep on, like sculptured thing,
Majestic, beautiful art thou;
Sure seraph shields thee with his wing
And fans thy brow —

We would not deem thee child of earth,
For, O, angelic, is thy form!
But, that in heav'n thou had'st thy birth,
Where comes no storm

To mar the bright, the perfect flow'r,
But all is beautiful and still —
And golden sands proclaim the hour
Which brings no ill.

Sleep on, sleep on, some fairy dream
Perchance is woven in thy sleep —
But, O, thy spirit, calm, serene,
Must wake to weep.

E.A.Poe

Σημ. Ωραία ποιήματα διαβάζει αυτό το γατί που έχεις!
Φ.

Anonymous said...

Και το δικό μου ποίημα είναι πιό καλό από τα άλλα δυο!!!
Φ.