Friday, March 31, 2006
Thursday, March 16, 2006
Πρωινό ξύπνημα: Δείτε το κι έτσι!
Richard Wilbur (1921- )
Love Calls Us to the Things of This World
The eyes open to a cry of pulleys,
And spirited from sleep, the astounded soul
Hangs for a moment bodiless and simple
As false dawn.
Outside the open window
The morning air is all awash with angels.
Some are in bed-sheets, some are in blouses,
Some are in smocks: but truly there they are.
Now they are rising together in calm swells
Of halcyon feeling, filling whatever they wear
With the deep joy of their impersonal breathing;
Now they are flying in place, conveying
The terrible speed of their omnipresence, moving
And staying like white water; and now of a sudden
They swoon down into so rapt a quiet
That nobody seems to be there.
The soul shrinks
From all that is about to remember,
From the punctual rape of every blessed day,
And cries,
“Oh, let there be nothing on earth but laundry,
Nothing but rosy hands in the rising steam
And clear dances done in the sight of heaven.”
Yet, as the sun acknowledges
With a warm look the world's hunks and colors,
The soul descends once more in bitter love
To accept the waking body, saying now
In a changed voice as the man yawns and rises,
“Bring them down from their ruddy gallows;
Let there be clean linen for the backs of thieves;
Let lovers go fresh and sweet to be undone,
And the heaviest nuns walk in a pure floating
Of dark habits,
keeping their difficult balance.”
Ακούστε τον Richard Wilbur να διαβάζει το ποίημα:
Η αγάπη μάς καλεί στα πράγματα του κόσμου τούτου
Τα μάτια ανοίγουν με το σφύριγμα του σχοινιού της απλώστρας,
κι η έκπληκτη ψυχή, αναθαρρεύοντας απ’ τον ύπνο
αιωρείται για λίγο, ασώματη κι αθώα,
σα χάραμα που δε λέει νά’ρθει.
Εξω απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
άγγελοι πλημμυρίζουν τον πρωινό αέρα.
Κάποιοι είναι με σεντόνια, άλλοι με φόρμες,
άλλοι με ποδιές, νάτοι όλοι εδώ.
Νά, σηκώνονται σαν ήρεμα κύματα,
γαλήνιοι. Ο,τι φορούν φουσκώνει
με τη βαθειά χαρά της απρόσωπης ανάσας τους.
Νά, ίπτανται ακίνητοι, με ταχύτητα τρομακτική,
πανταχού παρόντες, σαν δίνη νερού αφρισμένου.
Και ξαφνικά βυθίζονται σ’ εκστατική ηρεμία,
λες κι έχουν φύγει.
Η ψυχή διστάζει
πάνω που είναι έτοιμη να θυμηθεί, κι αποτραβιέται
μπροστά στον βέβαιο βιασμό που φέρνει κάθε άγια ημέρα.
Φωνάζει,
«Αχ, μακάρι νάτανε πάνω στη γη μόνο μπουγάδες,
μονάχα χέρια ρόδινα κι αχνός που ανεβαίνει
και χοροί διάφανοι στου ουρανού τη θέα.»
Ωστόσο, καθώς ο ήλιος αγκαλιάζει
με βλέμμα ζεστό τους τόπους και τα χρώματα του κόσμου,
η ψυχή και πάλι κατεβαίνει, και με πικρή αγάπη
δέχεται το σώμα που ξυπνάει,
και σαν ο άνθρωπος σηκώνεται και χασμουριέται,
λέει με φωνή αλλαγμένη,
«Αχ, κατεβάστε, κατεβάστε τους απ’ τη φρικτή αγχόνη
και δώστε στους ληστές καθαρά ασπρόρρουχα.
Ας πάνε αγνοί κι ωραίοι οι εραστές στη συμφορά τους,
δές, πώς κι οι βαρειές, βαρύτατες καλόγριες βαδίζουν με αέρινο κυμάτισμα
των μαύρων ιματίων,
κρατώντας δύσκολη ισορροπία.»
FS/PYNCH-IX-2005
Love Calls Us to the Things of This World
The eyes open to a cry of pulleys,
And spirited from sleep, the astounded soul
Hangs for a moment bodiless and simple
As false dawn.
Outside the open window
The morning air is all awash with angels.
Some are in bed-sheets, some are in blouses,
Some are in smocks: but truly there they are.
Now they are rising together in calm swells
Of halcyon feeling, filling whatever they wear
With the deep joy of their impersonal breathing;
Now they are flying in place, conveying
The terrible speed of their omnipresence, moving
And staying like white water; and now of a sudden
They swoon down into so rapt a quiet
That nobody seems to be there.
The soul shrinks
From all that is about to remember,
From the punctual rape of every blessed day,
And cries,
“Oh, let there be nothing on earth but laundry,
Nothing but rosy hands in the rising steam
And clear dances done in the sight of heaven.”
Yet, as the sun acknowledges
With a warm look the world's hunks and colors,
The soul descends once more in bitter love
To accept the waking body, saying now
In a changed voice as the man yawns and rises,
“Bring them down from their ruddy gallows;
Let there be clean linen for the backs of thieves;
Let lovers go fresh and sweet to be undone,
And the heaviest nuns walk in a pure floating
Of dark habits,
keeping their difficult balance.”
Ακούστε τον Richard Wilbur να διαβάζει το ποίημα:
|
Η αγάπη μάς καλεί στα πράγματα του κόσμου τούτου
Τα μάτια ανοίγουν με το σφύριγμα του σχοινιού της απλώστρας,
κι η έκπληκτη ψυχή, αναθαρρεύοντας απ’ τον ύπνο
αιωρείται για λίγο, ασώματη κι αθώα,
σα χάραμα που δε λέει νά’ρθει.
Εξω απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο
άγγελοι πλημμυρίζουν τον πρωινό αέρα.
Κάποιοι είναι με σεντόνια, άλλοι με φόρμες,
άλλοι με ποδιές, νάτοι όλοι εδώ.
Νά, σηκώνονται σαν ήρεμα κύματα,
γαλήνιοι. Ο,τι φορούν φουσκώνει
με τη βαθειά χαρά της απρόσωπης ανάσας τους.
Νά, ίπτανται ακίνητοι, με ταχύτητα τρομακτική,
πανταχού παρόντες, σαν δίνη νερού αφρισμένου.
Και ξαφνικά βυθίζονται σ’ εκστατική ηρεμία,
λες κι έχουν φύγει.
Η ψυχή διστάζει
πάνω που είναι έτοιμη να θυμηθεί, κι αποτραβιέται
μπροστά στον βέβαιο βιασμό που φέρνει κάθε άγια ημέρα.
Φωνάζει,
«Αχ, μακάρι νάτανε πάνω στη γη μόνο μπουγάδες,
μονάχα χέρια ρόδινα κι αχνός που ανεβαίνει
και χοροί διάφανοι στου ουρανού τη θέα.»
Ωστόσο, καθώς ο ήλιος αγκαλιάζει
με βλέμμα ζεστό τους τόπους και τα χρώματα του κόσμου,
η ψυχή και πάλι κατεβαίνει, και με πικρή αγάπη
δέχεται το σώμα που ξυπνάει,
και σαν ο άνθρωπος σηκώνεται και χασμουριέται,
λέει με φωνή αλλαγμένη,
«Αχ, κατεβάστε, κατεβάστε τους απ’ τη φρικτή αγχόνη
και δώστε στους ληστές καθαρά ασπρόρρουχα.
Ας πάνε αγνοί κι ωραίοι οι εραστές στη συμφορά τους,
δές, πώς κι οι βαρειές, βαρύτατες καλόγριες βαδίζουν με αέρινο κυμάτισμα
των μαύρων ιματίων,
κρατώντας δύσκολη ισορροπία.»
FS/PYNCH-IX-2005
Monday, March 06, 2006
Καθαρά Δευτέρα
Ray Bradbury
Η ιπτάμενη μηχανή
Το έτος 400 μ.Χ. βασίλευε στην Κίνα ο Αυτοκράτορας Γιουάν που είχε τον θρόνο του δίπλα στο Μέγα Σινικό Τείχος. Η χώρα ήταν καταπράσινη απ’ τις βροχές κι ετοιμαζόταν για τον θερισμό, κι ο λαός του ζούσε ειρηνικά χωρίς υπερβολική ευτυχία, αλλά και χωρίς υπερβολική θλίψη.
Νωρίς το πρωί της πρώτης ημέρας της πρώτης εβδομάδας του δεύτερου μήνα του νέου έτους, ενώ ο Αυτοκράτορας Γιουάν έπινε τσάι κι ανέμιζε ευχαριστημένος την βεντάλια του, έφθασε τρέχοντας στον κήπο ένας υπηρέτης φωνάζοντας: «Μεγαλειότατε, ω Μεγαλειότατε, θαύμα, θαύμα!»
«Αλήθεια», είπε ο Αυτοκράτορας, «φυσά πολύ γλυκό αεράκι σήμερα το πρωί.»
«Οχι, όχι, έγινε θαύμα», φώναξε ο υπηρέτης πέφτοντας στα γόνατα.
«Το τσάι έχει υπέροχη γεύση, νά ένα θαύμα.»
«Οχι, όχι, Μεγαλειότατε.»
«Μη μού το πεις, θα το βρω. Ο ήλιος ανέτειλε και μια καινούργια ημέρα αρχίζει. Η θάλασσα είναι γαλάζια. Αυτό κι αν είναι θαύμα.»
«Μεγαλειότατε, είδα κάποιον να πετάει!»
«Πώς!» Ο Αυτοκράτορας σταμάτησε να κουνάει την βεντάλια.
«Τον είδα να πετάει στον αέρα με φτερά. Ακουσα μια φωνή απ’ τον ουρανό και, κοιτάζοντας ψηλά, είδα έναν ιπτάμενο δράκοντα φτιαγμένο από χαρτί και από καλάμια μπαμπού μ’ έναν άνθρωπο στο στόμα του.»
«Είναι πολύ νωρίς», είπε ο Αυτοκράτορας, «σίγουρα είδες κάποιο όνειρο».
«Τον είδα με τα μάτια μου! Ακολουθείστε με, Μεγαλειότατε, και θα τον δείτε και σείς ο ίδιος.»
«Κάθησε εδώ μαζί μου», είπε ο Αυτοκράτορας. «Πιες λίγο τσάι. Είναι στ’ αλήθεια ασυνήθιστο να δείς έναν άνθρωπο να πετάει. Κάθησε και σκέψου αυτό που είδες. Θέλω κι εγώ κάποιο χρόνο για να προετοιμαστώ προτού τον δώ.»
Ηπιαν το τσάι τους σιωπηλοί.
Ο Αυτοκράτορας σηκώθηκε σκεπτικός. «Δείξε μου τώρα αυτό που είδες.»
Διέσχισαν τον κήπο, προχώρησαν σ’ ένα πράσινο λιβάδι, πέρασαν μιά μικρή γέφυρα, κι ανέβηκαν σ’ ένα χαμηλό λόφο.
«Εκεί ψηλά!», είπε ο υπηρέτης.
Κι ο Αυτοκράτορας σήκωσε το κεφάλι και κοίταξε στον ουρανό.
Πάνω, ψηλά, πολύ ψηλά, ήταν ένας άνθρωπος που γελούσε πετώντας στον αέρα. Βρισκόταν τόσο ψηλά που το γέλιο του μόλις ακουγόταν. Είχε χρωματιστά φτερά από χαρτί και καλάμια και μια ωραία κίτρινη ουρά. Πετούσε σαν πουλί, σαν το μεγαλύτερο πουλί που φάνηκε ποτέ στον κόσμο των πουλιών, έμοιαζε μ’ ένα νέο, δυνατό δράκοντα που έφθασε στην χώρα των αρχαίων δρακόντων.
Ο άνθρωπος φώναξε από ψηλά. «Πετάω, πετάω!»
Ο υπηρέτης κούνησε τα χέρια του ενθουσιασμένος, «Ναι, ναι, σε βλέπουμε!»
Ο Αυτοκράτορας Γιουάν έμεινε ακίνητος. Γύρισε το βλέμμα του προς το Μέγα Σινικό Τείχος που αχνοφαινόταν τώρα σαν μεγαλόπρεπο πέτρινο φίδι που ανεβοκατέβαινε τους μακρινούς λόφους και αγκάλιαζε όλη την χώρα. Το Τείχος που την προστάτευε σαν αιώνια ασπίδα από τις εχθρικές ορδές και εξασφάλιζε την ειρήνη για χρόνια αμέτρητα.
Είδε την πόλη που ξυπνούσε, και το ποτάμι, και τον δρόμο, και τους λόφους τριγύρω.
«Πές μου», είπε στον υπηρέτη, «έχει δει κανείς άλλος αυτόν τον ιπτάμενο άνθρωπο;»
«Είμαι ο μόνος που τον είδε, Μεγαλειότατε», είπε ο υπηρέτης.
Ο Αυτοκράτορας κοίταζε σκεπτικός τον ουρανό. Μετά είπε στον υπηρέτη. «Φώναξέ τον να κατεβεί. Θέλω να τού μιλήσω.»
«Ε, ε, κατέβα, κατέβα! Σε θέλει ο Αυτοκράτορας!», φώναξε ο υπηρέτης κάνοντας τα χέρια του χωνί.
Ο Αυτοκράτορας γύρισε με προσοχή το βλέμμα του ολόγυρα, ενώ ο ιπτάμενος άνθρωπος κατέβαινε παρασυρμένος από τον άνεμο του πρωινού. Είδε ένα γεωργό στο χωράφι του να κοιτάζει κι εκείνος τον ουρανό, και σημείωσε την θέση του.
Ο ιπτάμενος άνθρωπος προσγειώθηκε με τριξίματα καλαμιών και ήχους χαρτιού. Προχώρησε περήφανα προς τον Αυτοκράτορα, περπατώντας με δυσκολία, και υποκλίθηκε με σεβασμό.
«Τί έκαμες;», ρώτησε ο Αυτοκράτορας.
«Πετάω στον ουρανό, Μεγαλειότατε», του απάντησε ο άνθρωπος.
«Τί είναι αυτό που έκαμες;», ξαναρώτησε ο Αυτοκράτορας.
«Μα σάς είπα, Μεγαλειότατε», φώναξε ο άνθρωπος.
«Δεν μού είπες τίποτα απολύτως.»
Ο Αυτοκράτορας άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το πολύχρωμο χαρτί και τον σκελετό της ιπτάμενης μηχανής. Αισθάνθηκε την ευχάριστη μυρωδιά του δροσερού ανέμου.
«Δεν είναι ωραίο, Μεγαλειότατε;»
«Ναι, ναι, είναι πολύ ωραίο, παραείναι ωραίο.»
«Είναι μοναδικό στον κόσμο!», είπε ο άνθρωπος χαμογελώντας ευχαριστημένος. «Εγώ είμαι ο εφευρέτης.»
«Μοναδικό σ’ ολόκληρο τον κόσμο;»
«Σας ορκίζομαι!»
«Ποιός άλλος το γνωρίζει;»
«Κανένας. Ούτε καν η γυναίκα μου, που θα με νόμιζε τρελλό. Της είπα ότι έφτιαχνα ένα μεγάλο χαρταετό. Σηκώθηκα όταν ήταν ακόμη νύχτα, κι ανέβηκα στο βουνό. Εφθασα στον γκρεμό, κι όταν φύσηξε η αύρα κι ανέτειλε ο ήλιος, μάζεψα το κουράγιο μου, Μεγαλειότατε, και πήδηξα απ’ το χείλος του γκρεμού. Πέταξα! Η γυναίκα μου όμως δεν γνωρίζει τίποτε.»
«Τόσο το καλύτερο», είπε ο Αυτοκράτορας. «Ελα μαζί μου».
Επέστρεψαν στο ανάκτορο. Ο ήλιος είχε πια σηκωθεί ψηλά και η χλόη μοσχομύριζε. Ο Αυτοκράτορας, ο υπηρέτης και ο ιπτάμενος άνθρωπος στάθηκαν στον κήπο.
Ο Αυτοκράτορας χτύπησε παλαμάκια. «Φρουροί!»
Οι φρουροί έφθασαν τρέχοντας.
«Πιάστε τον.»
Οι φρουροί έπιασαν τον ιπτάμενο άνθρωπο.
«Φωνάξτε τον δήμιο», είπε ο Αυτοκράτορας.
«Γιατί; γιατί;», φώναξε εκείνος ξαφνιασμένος. «Τι κακό έκαμα;»
Αρχισε να κλαίει, και το χαρτί της ιπτάμενης μηχανής έτριζε με τους λυγμούς του.
«Να ένας που δημιούργησε μια μηχανή», είπε ο Αυτοκράτορας, «και ρωτάει τί είναι αυτό που έφτιαξε. Ούτε ο ίδιος το γνωρίζει. Αισθάνθηκε την ανάγκη να δημιουργήσει, χωρίς όμως να γνωρίζει το γιατί, ούτε καν τί μπορεί να κάνει μ’ αυτό το πράγμα.»
Ο δήμιος έφθασε κρατώντας έναν κοφτερό, ασημένιο πέλεκυ. Στάθηκε αμίλητος, με τα δυνατά του χέρια γυμνά, έτοιμος, φορώντας μια λευκή, γαλήνια μάσκα.
«Ε, ε, κατέβα, κατέβα! Σε θέλει ο Αυτοκράτορας!», φώναξε ο υπηρέτης κάνοντας τα χέρια του χωνί.
Ο Αυτοκράτορας γύρισε με προσοχή το βλέμμα του ολόγυρα, ενώ ο ιπτάμενος άνθρωπος κατέβαινε παρασυρμένος από τον άνεμο του πρωινού. Είδε ένα γεωργό στο χωράφι του να κοιτάζει κι εκείνος τον ουρανό, και σημείωσε την θέση του.
Ο ιπτάμενος άνθρωπος προσγειώθηκε με τριξίματα καλαμιών και ήχους χαρτιού. Προχώρησε περήφανα προς τον Αυτοκράτορα, περπατώντας με δυσκολία, και υποκλίθηκε με σεβασμό.
«Τί έκαμες;», ρώτησε ο Αυτοκράτορας.
«Πετάω στον ουρανό, Μεγαλειότατε», του απάντησε ο άνθρωπος.
«Τί είναι αυτό που έκαμες;», ξαναρώτησε ο Αυτοκράτορας.
«Μα σάς είπα, Μεγαλειότατε», φώναξε ο άνθρωπος.
«Δεν μού είπες τίποτα απολύτως.»
Ο Αυτοκράτορας άπλωσε το χέρι του και άγγιξε το πολύχρωμο χαρτί και τον σκελετό της ιπτάμενης μηχανής. Αισθάνθηκε την ευχάριστη μυρωδιά του δροσερού ανέμου.
«Δεν είναι ωραίο, Μεγαλειότατε;»
«Ναι, ναι, είναι πολύ ωραίο, παραείναι ωραίο.»
«Είναι μοναδικό στον κόσμο!», είπε ο άνθρωπος χαμογελώντας ευχαριστημένος. «Εγώ είμαι ο εφευρέτης.»
«Μοναδικό σ’ ολόκληρο τον κόσμο;»
«Σας ορκίζομαι!»
«Ποιός άλλος το γνωρίζει;»
«Κανένας. Ούτε καν η γυναίκα μου, που θα με νόμιζε τρελλό. Της είπα ότι έφτιαχνα ένα μεγάλο χαρταετό. Σηκώθηκα όταν ήταν ακόμη νύχτα, κι ανέβηκα στο βουνό. Εφθασα στον γκρεμό, κι όταν φύσηξε η αύρα κι ανέτειλε ο ήλιος, μάζεψα το κουράγιο μου, Μεγαλειότατε, και πήδηξα απ’ το χείλος του γκρεμού. Πέταξα! Η γυναίκα μου όμως δεν γνωρίζει τίποτε.»
«Τόσο το καλύτερο», είπε ο Αυτοκράτορας. «Ελα μαζί μου».
Επέστρεψαν στο ανάκτορο. Ο ήλιος είχε πια σηκωθεί ψηλά και η χλόη μοσχομύριζε. Ο Αυτοκράτορας, ο υπηρέτης και ο ιπτάμενος άνθρωπος στάθηκαν στον κήπο.
Ο Αυτοκράτορας χτύπησε παλαμάκια. «Φρουροί!»
Οι φρουροί έφθασαν τρέχοντας.
«Πιάστε τον.»
Οι φρουροί έπιασαν τον ιπτάμενο άνθρωπο.
«Φωνάξτε τον δήμιο», είπε ο Αυτοκράτορας.
«Γιατί; γιατί;», φώναξε εκείνος ξαφνιασμένος. «Τι κακό έκαμα;»
Αρχισε να κλαίει, και το χαρτί της ιπτάμενης μηχανής έτριζε με τους λυγμούς του.
«Να ένας που δημιούργησε μια μηχανή», είπε ο Αυτοκράτορας, «και ρωτάει τί είναι αυτό που έφτιαξε. Ούτε ο ίδιος το γνωρίζει. Αισθάνθηκε την ανάγκη να δημιουργήσει, χωρίς όμως να γνωρίζει το γιατί, ούτε καν τί μπορεί να κάνει μ’ αυτό το πράγμα.»
Ο δήμιος έφθασε κρατώντας έναν κοφτερό, ασημένιο πέλεκυ. Στάθηκε αμίλητος, με τα δυνατά του χέρια γυμνά, έτοιμος, φορώντας μια λευκή, γαλήνια μάσκα.
«Περίμενε», είπε ο Αυτοκράτορας. Πλησίασε σ’ ένα μεγάλο τραπέζι, όπου βρισκόταν μια πολύπλοκη μηχανή που ο ίδιος είχε φτιάξει. Εβγαλε ένα μικρό, χρυσό κλειδί που κρεμόταν απ’ τον λαιμό του, και κούρδισε την μηχανή. Κατόπιν την έβαλε σε λειτουργία.
Η μηχανή ήταν ένας κήπος από μέταλλο και διαμάντια. Πουλιά κελαϊδούσαν πάνω στα μικροσκοπικά μεταλλικά δένδρα, λύκοι φώλιαζαν σε δάση-μινιατούρες, και μικροσκοπικοί άνθρωποι περπατούσαν, κρατώντας βεντάλιες, δίπλα σε απίστευτα μικρές νεροπηγές.
«Δεν είναι πολύ ωραίο;», ρώτησε ο Αυτοκράτορας.
«Αν θέλεις να μάθεις τί είναι αυτό που έφτιαξα, μπορώ να σου απαντήσω με σαφήνεια. Εφτιαξα πουλιά που κελαϊδούν. Εφτιαξα δάση που θροΐζουν. Εφτιαξα ανθρώπους που περπατούν στα ξέφωτα και χαίρονται το μουρμούρισμα των φύλλων, το φως και τον ίσκιο, και το τραγούδι των πουλιών. Νά τι έφτιαξα.»
«Ω Αυτοκράτορα!», ικέτεψε ο ιπτάμενος άνθρωπος, πεσμένος στα γόνατα με το πρόσωπο λουσμένο στα δάκρυα.
«Κι εγώ έφτιαξα κάτι παρόμοιο! Βρήκα ομορφιά!. Πέταξα με τον πρωινό άνεμο. Είδα από ψηλά τα σπίτια και τους κήπους. Μύρισα την θάλασσα και την είδα να απλώνεται άπειρη και γαλάζια πέρα απ’ τους λόφους. Πετούσα σαν πουλί. Ω, δεν φαντάζεστε πόσο όμορφα είναι εκεί πάνω, να βρίσκεσαι στην αγκαλιά του ανέμου που σε λικνίζει σαν φτερό, και να νοιώθεις τις μυρωδιές του δροσερού ουρανού. Ω, πόση ελευθερία! Ω Αυτοκράτορα, είναι ωραίο, είναι κι αυτό ωραίο!»
«Ναι», είπε θλιμμένα ο Αυτοκράτορας, «γνωρίζω καλά ότι λες την αλήθεια. Οταν σε είδα να πετάς, πέταξε κι η καρδιά μου μαζί σου, κι αναρωτιόμουνα πώς νάναι εκεί ψηλά, πώς να φαίνονται οι λίμνες και τα νερά και οι μακρινές πολιτείες, με τί να μοιάζουν οι άνθρωποι; Σαν μυρμήγκια;»
«Τότε δείξτε έλεος!»
«Κάποιες φορές όμως», συνέχισε ο Αυτοκράτορας με ακόμη μεγαλύτερη θλίψη, «πρέπει να θυσιάσουμε λίγη ομορφιά για να διατηρήσουμε την ομορφιά που ήδη έχουμε. Δεν φοβάμαι εσένα, φοβάμαι όμως κάποιον άλλο.»
«Μα ποιόν άλλο;»
«Κάποιον άλλο που, βλέποντάς σε να πετάς, θα φτιάξει κι εκείνος μια ιπτάμενη μηχανή σαν τη δική σου. Αυτός ο άλλος όμως, μπορεί νάχει κακή καρδιά, κι η ομορφιά που έφτιαξες θα χαθεί. Αυτόν φοβάμαι.»
«Μα γιατί; Γιατί;»
«Γιατί, ίσως κάποτε, ένας τέτοιος άνθρωπος πετώντας με μια ίδια μηχανή, φτιαγμένη από χαρτί και από καλάμια, ρίξει από ψηλά μεγάλες πέτρες πάνω στο Μέγα Σινικό Τείχος», είπε ο Αυτοκράτορας.
Ολοι έμειναν βουβοί και ακίνητοι.
«Πάρτε του το κεφάλι», διέταξε ο Αυτοκράτορας.
Ο δήμιος κατέβασε με τέχνη τον ασημένιο πέλεκυ.
«Κάψτε την μηχανή και το σώμα του εφευρέτη και θάψτε τις στάχτες τους μαζί.»
Οι φρουροί έτρεξαν να εκτελέσουν την εντολή του.
Ο Αυτοκράτορας απευθύνθηκε στον υπηρέτη που είχε δεί τον άνθρωπο να πετάει. «Ούτε λέξη. Ηταν ένα όνειρο, ένα πολύ ωραίο και πολύ θλιβερό όνειρο. Βρες τον γεωργό που είδε κι εκείνος απ’ το χωράφι του τον ιπτάμενο άνθρωπο, και πες του, για το καλό του, ότι είδε μονάχα ένα όραμα. Αν μαθευτεί το πράγμα, εσύ κι ο γεωργός θα πεθάνετε την ίδια στιγμή.»
«Είστε φιλεύσπλαχνος, ω Αυτοκράτορα.»
«Οχι, δεν είμαι φιλεύσπλαχνος,» είπε ο Αυτοκράτορας.
Κοίταζε τους φρουρούς που έκαιγαν πέρα στον κήπο την ωραία μηχανή που μύριζε πρωινό άνεμο. Είδε τον μαύρο καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό.
«Οχι, όχι. Είμαι μονάχα ένας μπερδεμένος και φοβισμένος γέροντας.»
Είδε τους φρουρούς να ανοίγουν λάκκο για να θάψουν τις στάχτες.
«Η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει λιγότερο απ’ την ζωή εκατομμυρίων άλλων. Πρέπει να παρηγορηθώ μ’ αυτήν την σκέψη.»
Εβγαλε το κλειδί που κρεμόταν απ’ τον λαιμό του και ξανακούρδισε την μηχανή. Στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας το Μεγα Σινικό Τείχος, είδε την πόλη και τα πράσινα λιβάδια, τα ποτάμια και τα ρυάκια. Αναστέναξε βαθιά. Ο λεπτεπίλεπτος μηχανισμός άρχισε να λειτουργεί. Οι μικροσκοπικοί άνθρωποι κινούνταν στα δάση, κι απ’ τα δένδρα πετούσαν λαμπερές γαλάζιες και κίτρινες κουκκίδες, πετούσαν, πετούσαν τραγουδώντας στον μικρό ουρανό.
«Ω», είπε ο Αυτοκράτορας κλείνοντας τα μάτια. «Κοιτάξτε τα πουλιά, ω, κοιτάξτε τα πουλιά!»
Η μηχανή ήταν ένας κήπος από μέταλλο και διαμάντια. Πουλιά κελαϊδούσαν πάνω στα μικροσκοπικά μεταλλικά δένδρα, λύκοι φώλιαζαν σε δάση-μινιατούρες, και μικροσκοπικοί άνθρωποι περπατούσαν, κρατώντας βεντάλιες, δίπλα σε απίστευτα μικρές νεροπηγές.
«Δεν είναι πολύ ωραίο;», ρώτησε ο Αυτοκράτορας.
«Αν θέλεις να μάθεις τί είναι αυτό που έφτιαξα, μπορώ να σου απαντήσω με σαφήνεια. Εφτιαξα πουλιά που κελαϊδούν. Εφτιαξα δάση που θροΐζουν. Εφτιαξα ανθρώπους που περπατούν στα ξέφωτα και χαίρονται το μουρμούρισμα των φύλλων, το φως και τον ίσκιο, και το τραγούδι των πουλιών. Νά τι έφτιαξα.»
«Ω Αυτοκράτορα!», ικέτεψε ο ιπτάμενος άνθρωπος, πεσμένος στα γόνατα με το πρόσωπο λουσμένο στα δάκρυα.
«Κι εγώ έφτιαξα κάτι παρόμοιο! Βρήκα ομορφιά!. Πέταξα με τον πρωινό άνεμο. Είδα από ψηλά τα σπίτια και τους κήπους. Μύρισα την θάλασσα και την είδα να απλώνεται άπειρη και γαλάζια πέρα απ’ τους λόφους. Πετούσα σαν πουλί. Ω, δεν φαντάζεστε πόσο όμορφα είναι εκεί πάνω, να βρίσκεσαι στην αγκαλιά του ανέμου που σε λικνίζει σαν φτερό, και να νοιώθεις τις μυρωδιές του δροσερού ουρανού. Ω, πόση ελευθερία! Ω Αυτοκράτορα, είναι ωραίο, είναι κι αυτό ωραίο!»
«Ναι», είπε θλιμμένα ο Αυτοκράτορας, «γνωρίζω καλά ότι λες την αλήθεια. Οταν σε είδα να πετάς, πέταξε κι η καρδιά μου μαζί σου, κι αναρωτιόμουνα πώς νάναι εκεί ψηλά, πώς να φαίνονται οι λίμνες και τα νερά και οι μακρινές πολιτείες, με τί να μοιάζουν οι άνθρωποι; Σαν μυρμήγκια;»
«Τότε δείξτε έλεος!»
«Κάποιες φορές όμως», συνέχισε ο Αυτοκράτορας με ακόμη μεγαλύτερη θλίψη, «πρέπει να θυσιάσουμε λίγη ομορφιά για να διατηρήσουμε την ομορφιά που ήδη έχουμε. Δεν φοβάμαι εσένα, φοβάμαι όμως κάποιον άλλο.»
«Μα ποιόν άλλο;»
«Κάποιον άλλο που, βλέποντάς σε να πετάς, θα φτιάξει κι εκείνος μια ιπτάμενη μηχανή σαν τη δική σου. Αυτός ο άλλος όμως, μπορεί νάχει κακή καρδιά, κι η ομορφιά που έφτιαξες θα χαθεί. Αυτόν φοβάμαι.»
«Μα γιατί; Γιατί;»
«Γιατί, ίσως κάποτε, ένας τέτοιος άνθρωπος πετώντας με μια ίδια μηχανή, φτιαγμένη από χαρτί και από καλάμια, ρίξει από ψηλά μεγάλες πέτρες πάνω στο Μέγα Σινικό Τείχος», είπε ο Αυτοκράτορας.
Ολοι έμειναν βουβοί και ακίνητοι.
«Πάρτε του το κεφάλι», διέταξε ο Αυτοκράτορας.
Ο δήμιος κατέβασε με τέχνη τον ασημένιο πέλεκυ.
«Κάψτε την μηχανή και το σώμα του εφευρέτη και θάψτε τις στάχτες τους μαζί.»
Οι φρουροί έτρεξαν να εκτελέσουν την εντολή του.
Ο Αυτοκράτορας απευθύνθηκε στον υπηρέτη που είχε δεί τον άνθρωπο να πετάει. «Ούτε λέξη. Ηταν ένα όνειρο, ένα πολύ ωραίο και πολύ θλιβερό όνειρο. Βρες τον γεωργό που είδε κι εκείνος απ’ το χωράφι του τον ιπτάμενο άνθρωπο, και πες του, για το καλό του, ότι είδε μονάχα ένα όραμα. Αν μαθευτεί το πράγμα, εσύ κι ο γεωργός θα πεθάνετε την ίδια στιγμή.»
«Είστε φιλεύσπλαχνος, ω Αυτοκράτορα.»
«Οχι, δεν είμαι φιλεύσπλαχνος,» είπε ο Αυτοκράτορας.
Κοίταζε τους φρουρούς που έκαιγαν πέρα στον κήπο την ωραία μηχανή που μύριζε πρωινό άνεμο. Είδε τον μαύρο καπνό να ανεβαίνει στον ουρανό.
«Οχι, όχι. Είμαι μονάχα ένας μπερδεμένος και φοβισμένος γέροντας.»
Είδε τους φρουρούς να ανοίγουν λάκκο για να θάψουν τις στάχτες.
«Η ζωή ενός ανθρώπου αξίζει λιγότερο απ’ την ζωή εκατομμυρίων άλλων. Πρέπει να παρηγορηθώ μ’ αυτήν την σκέψη.»
Εβγαλε το κλειδί που κρεμόταν απ’ τον λαιμό του και ξανακούρδισε την μηχανή. Στάθηκε για λίγο κοιτάζοντας το Μεγα Σινικό Τείχος, είδε την πόλη και τα πράσινα λιβάδια, τα ποτάμια και τα ρυάκια. Αναστέναξε βαθιά. Ο λεπτεπίλεπτος μηχανισμός άρχισε να λειτουργεί. Οι μικροσκοπικοί άνθρωποι κινούνταν στα δάση, κι απ’ τα δένδρα πετούσαν λαμπερές γαλάζιες και κίτρινες κουκκίδες, πετούσαν, πετούσαν τραγουδώντας στον μικρό ουρανό.
«Ω», είπε ο Αυτοκράτορας κλείνοντας τα μάτια. «Κοιτάξτε τα πουλιά, ω, κοιτάξτε τα πουλιά!»
Απευθύνω ευχαριστίες στον deepest blue, που μού το θύμισε.
Saturday, March 04, 2006
Wednesday, March 01, 2006
Subscribe to:
Posts (Atom)